13.07.2015 Views

Βιβλίο: ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994)

Βιβλίο: ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994)

Βιβλίο: ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ (1924-1994)

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Λύει τήν ἀνοµβρίαὍταν πρωτοπῆγε στό Σινᾶ εἶχε µεγάλη ἀνοµβρία. Σέ φυσιολογικές συνθῆκεςστήν περιοχή αὐτή βρέχει πολύ ἀραιά. Τήν χρονιά ἐκείνη ἦταν ἰδιαίτερααἰσθητή ἡ ἔλλειψη νεροῦ. Ἕνα καραβάνι ἑτοιµάσθηκε γιά νά πάη νά κουβαλήσηνερό ἀπό µακρυά. Ὁ Γέροντας τούς εἶπε: «Περιµένετε, µήν πᾶτε ἀπόψε». Τήνύχτα ἔκανε προσευχή καί ἔβρεξε πολύ.Ἐργόχειρο κί ἐλεηµοσύνεςΤό ἐργόχειρο τοῦ Γέροντα ἦταν ἡ ξυλογλυπτική. Ἀνέφερε ὁ ἴδιος: «Ἔκανασέ ξύλο εἰκόνες σκαλιστές τόν προφήτη Μωυσῆ νά παίρνη τόν Δεκάλογο. Τάξύλα τά ἔκοβα µόνος µου. Πολλές φορές καί τή νύχτα ἄνοιγα λίγο τήν πόρτατοῦ Κελλιοῦ καί στό φῶς τοῦ φεγγαριοῦ ἔλεγα τήν εὐχή καί γυαλοχάρτιζα καίπροετοίµαζα τά ξύλα. Γιά ἐργαλεῖα εἶχα µόνο δυό µαχαιράκια ἀπό ἕνα ψαλίδιSinger, πού τό ἔφερα ἀπό τήν Ἑλλάδα˙ τό διέλυσα στά δύο, τό ἀκόνισα καί τόἔβαψα µέ λαδοµπογιά πράσινη, γιά νά µήν ἀντανακλᾶ τίς ἀκτῖνες τοῦ ἡλίουκαί θαµπώνει τά µάτια µου.»Τά ἐργόχειρα τά ἔδινα στό Μοναστήρι καί τά πωλοῦσαν˙ γίνονταν ἀνάρπασταἀπό τούς προσκυνητές. Τά χρήµατα πού ἔπαιρνα τά ἔδινα σέ γνωστούς ταξιτζῆδεςἀπό τό Κάιρο. Τούς ἔλεγα νά ψωνίζουν ροῦχα, καπελλάκια, µπισκότα,τρόφιµα κ.ἄ. Μετά γέµιζα τό σακκίδιο µέ εὐλογίες καί ρωτοῦσα ποῦ ὑπάρχουνκαταυλισµοί Βεδουίνων. Πήγαινα στίς σκηνές τους, φώναζα πιό ἔξω τά µικράπαιδιά καί µοίραζα τίς εὐλογίες.Ἀπό τήν πολλή του ἀγάπη πρός τά πλάσµατα τοῦ Θεοῦ ὁ Γέροντας ἄφησετόν ἑαυτό του στήν ἄκρη, κουραζόταν γιά νά τούς βοηθᾶ, καί δέν πῆγε νά προσκυνήσηστά Ἱεροσόλυµα, πού τόσο ἐπιθυµοῦσε, γιά νά µή στερηθοῦν τά Βεδουϊνάκιατίς εὐλογίες του. Καί αὐτά καταλάβαιναν τήν µεγάλη του ἀγάπη, πούδέν εἶχε σκοπιµότητα καί ἰδιοτέλεια, καί τόν ὑπεραγαποῦσαν. Γινόταν σωστόπανηγύρι ἀπό τήν χαρά πού ἔκαναν κάθε φορά πού τούς ἐπισκεπτόταν ὁ ἀγαπηµένοςτους «Ἀµπούνα Παΐζι». (Στά Βεδουίνικα: πατήρ Παΐσιος).Ἀλλά καί ὅταν τά Βεδουινάκια πήγαιναν στό ἀσκητήριό του µέ σκασµένα τάπόδια, ἐπειδή περπατοῦσαν ξυπόλυτα, τούς ἔβαζε κερί στά σχισίµατα καί τούςἔδινε καί ἀπό ἕνα ζευγάρι σανδάλια. Σέ ἄλλα µοίραζε καπελλάκια, γιά νά µήτά ζαλίζη ὁ ἥλιος, καί ὅ,τι ἄλλο εἶχε.«Ἦν ἐν τῇ ἐρήµῳ πειραζόµενος…»Κάποια ἡµέρα ἔκανε ἐργόχειρο λέγοντας τήν εὐχή καθισµένος σέ ἕνα βράχο,ἐνῶ ἀπό κάτω ὑπῆρχε βαθύς γκρεµός. Παρουσιάζεται ὁ διάβολος καί τοῦλέγει:– Πήδα κάτω, Παΐσιε˙ σοῦ ὑπόσχοµαι, δέν θά πάθεις τίποτε.Ὁ Γέροντας συνέχισε ἀτάραχος τήν εὐχή καί τό ἐργόχειρό του. Δέν ἔδωσε ση-µασία στόν διάβολο. Ὁ πειρασµός συνέχισε νά τόν παρακινῆ νά πηδήση στόν38Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!