µατική) καί ἔβλεπε ἀκόµη κάποιο πρόσωπο πού ἦταν µακρυά του, τί κάνει,πῶς περνᾶ, µέ τί ἀσχολεῖται. Ἐγνώριζε ἄλλοτε τί γράφει ἕνα γράµµα πού τοῦἔστελναν καί ἔδινε τήν ἀπάντηση, χωρίς νά τό διαβάση˙ τί περιέχει ἕνα δέµα,χωρίς νά τό ἀνοίξη.*Εἶπε: «῞<strong>Ο</strong>ταν ἄρχισε ὁ πόλεµος στόν Περσικό, αἰσθάνθηκα στόν ὕπνο µου ἕνανπόνο. Ἄκουγα ἕνα βουητό ἀπό κανόνια, βόµβες, ἀεροπλάνα καί ξύπνησα. Κατάλαβαὅτι εἶχε ἀρχίσει ὁ πόλεµος καί γινόταν µεγάλο κακό. Ὅταν µετά ἦρθε ἕναςπατέρας ἀπό τό Κουτλουµούσι καί µοῦ εἶπε ὅτι ἄρχισε ὁ πόλεµος, ἀπάντησα ὅτιἔχει περίπου δύο ὧρες πού ἄρχισε. Τό ἴδιο αἰσθάνθηκα καί τήν τρίτη ἡµέρα».*Ὁ κ. Τσολάκης Βασίλειος, Ἀστυνοµικός ἀπό Ἀριδαία, διηγεῖται: «Κάποιος γνωστόςµου εἶχε πάει στό ἐξωτερικό. Δυστυχῶς ἐκεῖ ἔµπλεξε µέ Προτεστάντες µέἀποτέλεσµα νά ἀρνηθῆ τήν Ὀρθοδοξία καί νά γίνη Προτεστάντης.»Μιά µέρα µέ ἐπισκέφθηκε στό γραφεῖο µου καί βλέποντας τήν φωτογραφία τοῦπ. Παϊσίου µοῦ εἶπε ἔντροµος: «Αὐτόν τόν ξέρω. Πρίν δέκα χρόνια πῆγα στό Κελλίτου µέ ἄλλους δύο. Μόλις φτάσαµε µόνο ἐµένα δέν µοῦ ἐπέτρεψε νά µπῶ. Διότι µοῦεἶπε ὅτι εἶµαι αἱρετικός, γιατί δέν πιστεύω στήν Παναγία καί στούς Ἁγίους»».*Ὁ κ. Θ., κάτοικος Χ., τελευταῖα παρακολουθοῦσε τίς διαλέξεις κάποιας ὀργανώσεωςἀπό αὐτές πού σάν δηλητηριώδη µανιτάρια ξεφυτρώνουν κάθε τόσοστήν χώρα µας µέ φιλοσοφικοεπιστηµονική δῆθεν κάλυψη, ἀλλά ὑπόπτουπεριεχοµένου καί στόχων. Μελετοῦσε ἐπίσης σχετικά βιβλία καί φυλλάδια πούτοῦ ἔδιναν. ῞<strong>Ο</strong>σα ἄκουγε ἤ διάβαζε, εἶχαν σάν ἀποτέλεσµα νά τόν κάνουν νάµήν αἰσθάνεται καλά, κάπως σάν ζαλισµένος, θολωµένος, µπερδεµένος. Προβληµατιζότανἄν ἔπρεπε νά συνεχίση, διχαζόταν καί στενοχωριόταν. Κάποιοςφίλος του πού πληροφορήθηκε τήν δυσκολία του, τοῦ συνέστησε νά πάη στόἍγιον ῎<strong>Ο</strong>ρος νά συµβουλευθῆ τόν γέροντα Παΐσιο. Πείσθηκε καί ξεκίνησε γιάτό Ἅγιον ῎<strong>Ο</strong>ρος, ἔβαλε µάλιστα στήν δεξιά ἐξωτερική τσέπη τοῦ µπουφάν τουτήν Ἁγία Γραφή, ἐνῶ στήν ἀριστερή ἐσωτερική τσέπη κάποιο βιβλίο καί φυλλάδιατῆς ὀργανώσεως.Φθάνοντας στήν «Παναγούδα» βρῆκε τόν Γέροντα περιτριγυρισµένο ἀπό πολύκόσµο. Περίµενε µέχρις ὅτου ἔφυγαν οἱ ἄλλοι, ἐκτός ἀπό δύο, πού ἤθελαννά δοῦν ἰδιαιτέρως τόν Γέροντα. Σκεφτόταν πῶς νά ἐκθέση τό πρόβληµά του,ἀλλά ὁ Γέροντας τόν πρόλαβε καί ρώτησε:– Τί κάνει ἡ Χ.; (ἀνέφερε τήν πατρίδα του).– Καλά εἶναι, πάτερ, εἶπε γεµᾶτος ἀπορία, γιά τό πῶς ὁ Γέροντας πού τόνἔβλεπε πρώτη φορά, γνώριζε τήν πατρίδα του.– Κοίτα Θ., (νέο ξάφνιασµα γιατί τόν προσφώνησε µέ τό ὄνοµά του), αὐτότό βιβλίο πού ἔχεις σ᾿ αὐτή τήν τσέπη (καί τοῦ ἔδειξε τήν τσέπη πού εἶχε τήνἉγία Γραφή) εἶναι καλό καί νά τό µελετᾶς, ὅσο πιό συχνά µπορεῖς, ἀλλά αὐτάπού ἔχεις ἐδῶ (καί τοῦ ἔδειξε ἀριστερά στό στῆθος) πέταξέ τα τό συντοµώτερο,γιατί… ἔχει τρελλοκοµεῖο ἡ Χ. (πατρίδα του); Ἄν δέν ἔχη θά πᾶς ἀλλοῦ».*Στό Στόµιο, ἐνῶ καθόταν µέ ἀνθρώπους στό Ἀρχονταρίκι, ἔλεγε: «῎Ερχεταιὁ Βασίλης καί ὁ Δηµήτρης», καί σηκωνόταν νά µαγειρέψη ἤ νά ἑτοιµάση καφέ.88Γέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò
Στήν Ἱ.Μ. ΤιµίουΠροδρόµουΜεταµορφώσεωςἈποροῦσαν οἱ ἄλλοι πῶς τό ξέρει.*Ὑπῆρχαν καί µερικοί πού ζητοῦσαν νά λάβουν πεῖρα «τοῦ ἐν αὐτῷ λαλοῦντοςΧριστοῦ». ῎Ηθελαν νά διαπιστώσουν ἄν ὁ Γέροντας ἔχη διορατικό καί προορατικόχάρισµα.Ἀξιωµατικός πού ἦταν στά ραντάρ θέλησε νά δοκιµάση ἄν καί τό «ραντάρ»τοῦ Γέροντα λειτουργῆ καλά, ἀλλά «πιάστηκε» ἀπό αὐτό. Δηλαδή «ἔπιασε» καίἀπεκάλυψε τούς λογισµούς του.*Σέ γνωστή του µοναχή εἶπε: «Σέ βλέπω (ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος) πού διαβάζειςσυνέχεια τόν βίο τοῦ ἁγίου Ἀρσενίου. Καλά κάνεις, νά τόν διαβάζης».*Κάποιος χτύπησε τό καµπανάκι, ἐνῶ ὁ Γέροντας ἔκανε εἰκονάκια στήν πρέσσα.Κοίταξε ἀπό τό παράθυρο καί εἶδε ἕνα νέο. Δέν ἄνοιξε. Συνέχισε τό ἐργόχειρότου. Τρεῖς φορές πῆγε στό παράθυρο καί προσεκτικά παρατηροῦσε τόν νέο.Τήν τρίτη φορά µονολογοῦσε, «ἄντε στό καλό παλληκάρι», καί ἐξήγησε στόνπαριστάµενο µοναχό: «Καί νά τοῦ ἀνοίξω δέν βγαίνει τίποτε, διότι ἔχει κάνειτήν καρδιά του σταῦλο».*Κάποτε στόν «Τίµιο Σταυρό» χτύπησε τό καµπανάκι. Ὁ Γέροντας κοίταξε ἀπότό παράθυρο καί εἶδε ἕναν λαϊκό νά περιµένη. Τόν παρατηροῦσε γιά λίγη ὥρα καίµονολογοῦσε: «Πετραχήλι ἔχει, παπᾶς δέν εἶναι». Ἀφοῦ τοῦ ἄνοιξε καί συζήτησανἀπεκάλυψε ὁ ἐπισκέπτης ὅτι ἦταν µάγος καί φοροῦσε κατάσαρκα πετραχήλι.*Μαθητής τῆς Ἀθωνιάδος πῆγε στόν Γέροντα, καί ἐκεῖνος τόν ρώτησε: «Πόσαἀδέλφια εἶστε;». «Ὀκτώ», ἀπάντησε τό παιδί. «Λάθος κάνεις», τοῦ εἶπε, «ἐννιάΓέρων Παΐσιος ὁ Ἀγιορείτηò89