υπουργειο εθνικης παιδειας και θρησκευματων πανεπιστημιο ...
υπουργειο εθνικης παιδειας και θρησκευματων πανεπιστημιο ...
υπουργειο εθνικης παιδειας και θρησκευματων πανεπιστημιο ...
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
Πότε κιόλας προλάβανε <strong>και</strong> μαζευτήκανε; Όλοι τους.<br />
Μέχρι <strong>και</strong> η Ποτούλα. Αυτή μάλιστα φορούσε <strong>και</strong> το ψάθινο<br />
καπέλλο της, πρωί-πρωί. Καμάρωνε μ’ αυτή την ψάθα η<br />
Ποτούλα. Καμάρωνε για τα κατακόκκινα κεράσια που ήτανε<br />
στολισμένη.<br />
Φορές-φορές την έβγαζε από το κεφάλι, την κράταγε στο<br />
χέρι <strong>και</strong> την κοίταζε. Για να μην τσαλακώνονται οι φιόγκοι<br />
μου, γι’ αυτό, έλεγε. Αστείο πράγμα. Τα κερασάκια ήθελε να<br />
βλέπει, σίγουρα.<br />
Λοιπόν, ήτανε όλοι εκεί μαζεμένοι. Στα τσαντίρια. Κουβεντιάζανε<br />
με τα τσιγγανάκια, τον Αντρέα <strong>και</strong> το Χρήστο <strong>και</strong><br />
την αδερφή τους τη Γιόλα <strong>και</strong> τη μάνα τους — δεν ξέρω πώς<br />
τη λένε τη μάνα τους, θα μάθω όμως.<br />
Η μάνα τους η τσιγγάνα ήτανε έξω από το άνοιγμα της<br />
σκηνής <strong>και</strong> σκυμμένη, μίλαγε στα παιδιά. Φόραγε μεγάλη<br />
φούστα με ψιλά λουλουδάκια... <strong>και</strong> σκουλαρίκια μεγάλα <strong>και</strong><br />
κρεμαστά. Τα σκουλαρίκια κουδουνίζανε έτσι όπως μίλαγε:<br />
— «Και προσέξτε, καλά μου παιδιά, προσέξτε, όχι πολλάπολλά<br />
παζάρια. Ούτε βερεσέ».<br />
— «Κι άμα είναι κανείς άνθρωπος που τον γνωρίζουμε, να,<br />
σαν τη νονά μου, έκανε ο Βούλης, άμα είναι κανείς γνωστός<br />
που δεν έχει, τότε να του πούμε όχι;»<br />
— «Ξέρετε σεις, έκανε η τσιγγάνα, εσείς ξέρετε <strong>και</strong> ξεχωρίζετε<br />
τους έμπιστους. Στην ανάγκη, άμα δεν έχουνε λεφτά,<br />
στην ανάγκη ζητήστε τους πράγμα, είδος. Καταλάβατε;»<br />
«Ναι», είπανε τα παιδιά, «Ναι» έκανα κι εγώ που είχα<br />
ζυγώσει, ναι είπαμε όλοι. Τότε η τσιγγάνα μπήκε στη σκηνή<br />
<strong>και</strong> μας φώναξε <strong>και</strong> μας μέσα. Εμείς, μπαίναμε ένας-ένας <strong>και</strong><br />
βγαίναμε φορτωμένοι. Εγώ κράταγα ένα μύλο του καφέ.<br />
Ένα ωραίο γυαλιστερό μύλο. Σα χρυσός ήτανε. Είχε <strong>και</strong> σχέδια<br />
σκαλισμένα πάνω του...<br />
Και να ξέρεις, πώς σε λένε; Α, Λενίτσα... να ξέρεις: Δέκα τάλληρα.<br />
Ή μια κότα ή δυο οκάδες λάδι. Ξέρεις εσύ τι άλλο. Πάντως,<br />
άμα είναι να σου δώσουνε χρήματα, τόσο. Δέκα τάλληρα.<br />
ft aùjjÔTioa,..<br />
lav mifviSi<br />
Μια παρέα παιδιών<br />
σε μια μικρή ελληνική<br />
πολιτεία ανακαλύπτουν<br />
τον κόσμο μέσα<br />
από τα παιχνίδια<br />
<strong>και</strong> τις περιπέτειες τους.<br />
Στο απόσπασμα μας,<br />
τα παιδιά μαζεύονται<br />
για να πουλήσουν<br />
στην πόλη<br />
τα εμπορεύματα<br />
των Τσιγγάνων<br />
φίλων τους.<br />
Από το βιβλίο<br />
της Ε. Σαραντίτη,<br />
Ο κήπος με τ' αγάλματα<br />
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ - ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ