Z4V no/114 VA oeßYonm ότονς Smunç, fUL W V^0 φ..
Έτσι περιγράφεται η επαγγελματική δραστηριότητα διάφορων ομάδων στη Θεσσαλονίκη, στις αρχές του αιώνα. Ποιος, αλήθεια, θα στηριζόταν σε αυτή την περιγραφή για να υποστηρίξει ότι οι Αρβανίτες, λόγου χάρη, είναι ικανοί μόνο για να φτιάχνουν γιαούρτια <strong>και</strong> χαλβάδες ή να πουλάνε σαλέπι; Από άρθρο του Γ. Βαφόπουλου, περιοδικό Ελληνικά Χρονικά, ig86 Ö α υπέθετε κανείς, πως τα κύρια στοιχεία του πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, οι Εβραίοι, οι Έλληνες <strong>και</strong> οι Τούρκοι, ζούσαν στις περιοχές τους χωριστά, σαν σε περιχαρακωμένα στρατόπεδα. Όλα αυτά τα στοιχεία, στον τομέα των εμπορικών <strong>και</strong> επαγγελματικών τους σχέσεων εισχωρούσαν το ένα μέσα στο άλλο, δημιουργούσαν σχέσεις με παράλληλα ή αντίθετα συμφέροντα, συγκρούονταν πολλές φορές μεταξύ τους στον αγώνα της επιβιώσεως. Ωστόσο, ορισμένα επαγγέλματα <strong>και</strong> ορισμένες εμπορικές δραστηριότητες, κατά κάποια σιωπηρή σύμβαση, είχαν παραχωρηθεί, σχεδόν μονοπωλιακά, από τη μια φυλή στην άλλη. Το επάγγελμα, π.χ., του φούρναρη ή του κτίστη ήταν προνόμιο των χριστιανών. Τα γιαουρτζίδικα <strong>και</strong> τα χαλβατζίδικα, όπως λέγονταν τότε τα γαλακτοπωλεία, ήσαν στη δι<strong>και</strong>οδοσία των Αρβανιτάδων. Τα χαλβατζίδικα αυτά είχαν <strong>και</strong> τους «περιοδεύοντας» αντιπροσώπους στα στενά σοκάκια με το καλντερίμι. Αρβανιτάδες, με τις χονδρές, στενές, μάλλινες βράκες <strong>και</strong> με το πεστιμάλι ζωσμένο στη μέση, πουλούσαν στους δρόμους το χαλβά, μέσα σε μεγάλες ξύλινες κυκλικές τάβλες, που τις ισορροπούσαν στο κεφάλι τους. Οι ίδιοι Αρβανιτάδες το χειμώνα, από τα βαθιά χαράματα, μοιράζανε στα σπίτια το σαλέπι, μέσα σε μεγάλα φλυτζάνια, με μπόλικη κανέλλα. Το καλοκαίρι πάλι γύριζαν φορτωμένοι στον ώμο με κάτι ιδιόρρυθμα στενόμακρα δοχεία, καμωμένα από μπακίρι ή μπρούντζο. Από κει μέσα έχυναν σε ποτήρια, αραδιασμένα γύρω από τη μέση τους, σε μια τενεκεδένια θήκη, λεμονάδα, «μπουζ-γιμπί» που σημαίνει τουρκικά «κρύα σαν πάγο». Οι ίδιοι ήσαν <strong>και</strong> «ντοντουρματζήδες» <strong>και</strong> «μποζατζήδες». Οι Εβραίοι είχαν την αποκλειστικότητα σχεδόν του πραματευτή ή του ψιλικατζή, του χαμάλη, του παλιατζή <strong>και</strong> μερικών άλλων επαγγελμάτων. Ήσαν αληθινά γραφικοί τύποι εκείνοι οι παλιοί Εβραίοι ψιλικατζήδες. Γέροι τις περισσότερες φορές, με αχτένιστες πατριαρχικές γενειά- ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ
- Page 1:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ
- Page 6 and 7:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ
- Page 8:
emwMew ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9 ΕΙΣΑ
- Page 11 and 12:
κά βιβλία, την πρακ
- Page 14 and 15:
61Ζ4ΓΩΓΗ • Ih φ ώψ. ^άΰ
- Page 16 and 17:
Φωνές που αντιλαλο
- Page 18 and 19:
e^jforoi Ζψ&ΰεις ετός π
- Page 20 and 21:
Ήμασταν κοντά στις
- Page 22 and 23:
λε να μ’ αφίνη και
- Page 24 and 25:
— Μείνε κι εσύ, του
- Page 26 and 27: Πότε κιόλας προλάβ
- Page 28 and 29: την αγορά, άρχισε κ
- Page 30 and 31: Ο πατέρας μου ήταν
- Page 32 and 33: τούσαν στους δρόμο
- Page 34 and 35: Ο Κάρνυ είχε εγκατα
- Page 36 and 37: Από το βιβλίο του Μ.
- Page 38 and 39: στα πόδια του, και τ
- Page 40 and 41: Υπάρχουν πολλοί Τσ
- Page 42 and 43: leiniet /l/a m'(MY MUM fa (WD% me f
- Page 44 and 45: στηκε να του απαντή
- Page 46 and 47: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ - ΕΠ
- Page 48 and 49: που δεν είναι πια ή
- Page 50 and 51: Οι Ρωμαίοι, βλέποντ
- Page 52 and 53: Πότε δεν ψηνότανε α
- Page 54 and 55: Με τα χέρια κρεμασμ
- Page 56 and 57: ^Tfoiei jCi èfmç νπψονγ Tô
- Page 58 and 59: ήταν τότε παλιά, κο
- Page 60 and 61: Είχα πάει στο Δομοκ
- Page 62 and 63: πεις, καθώς έσκυβε,
- Page 64: «σοδειά» που είχε δ
- Page 67 and 68: Hoveifoi Στην Ήπειρο, «
- Page 69 and 70: άλλη χρονιά γυρνού
- Page 71 and 72: Αλλη φορά τσίρκο δε
- Page 73 and 74: Ο κυρ Γιώργος Από κ
- Page 75 and 76: φοιτητές... Υ Λ. · ΤΣ
- Page 80 and 81: δες, φορούσαν ένα λ
- Page 82 and 83: Αν με διαβάζει κανε
- Page 84 and 85: μια ποδιά και μπαίν
- Page 86 and 87: φαλίρει και αυτός.
- Page 88 and 89: πάει να δουλέψει, τ
- Page 90 and 91: δεν τον πείραζε. Ξέ
- Page 92: Μπαίνοντας στο δρό
- Page 95 and 96: Τι βγαίνει Ο«τυπικ
- Page 97 and 98: «vnmMjcößtm fm πσ^εια Απ
- Page 99 and 100: (πεποίθηση που νομι
- Page 101 and 102: ψάθινα χαλάκια και
- Page 103 and 104: τικά σε αυτά τα πλα