^Tfoiei jCi èfmç νπψονγ Tôgàwi (oem 6m η ύ m, £$£*. 'Ornç νπψονγ m hffàm mv épw fa τονς γω^ια. ici φι mv φαι εξάτεζξης...
Λΐια φορά κι ένα <strong>και</strong>ρό, ένας γύφτος ήταν από πολλά χρό- J [νια εγκατεστημένος στην άκρη του χωριού. Είχε εκεί το εργαστήρι του, αμόνι <strong>και</strong> σφυρί <strong>και</strong> μια αποθηκούλα για κάρβουνα. Σηκωνόταν, πρωί-πρωί στα χαράματα, άρχιζε τη δουλειά του. Οι σφυριές <strong>και</strong> η αχοβοή απ’ τη βαρειά ακούγονταν ίσαμε το μεσονύχτι. Σαν χτύπος από ρολόι. Μια μέρα βαρέθηκε πια τη γύφτικη ζωή, πούλησε το σφυρί, το αμόνι, τη βαρειά, κοντολογής όλα τα εργαλεία που είχε στο εργαστήρι κι αποφάσισε ν' αλλάξει επάγγελμα. Από μάστορης που ήταν, γένηκε τσοπάνος. Αγόρασε πρόβατα, αγόρασε ένα τσοπανόσκυλο, πήρε κι ένα σουράβλι <strong>και</strong> ξεπόρτισε. Ερχόταν στο χωριό στη χάση <strong>και</strong> στη φέξη. Τις περισσότερες ώρες του τις περνούσε βόσκοντας τα πρόβατα του. Ήταν ακόμη καλοκαίρι. Ο γύφτος μας διάβαινε τη ζωή του μια χαρά, βόσκοντας τα πρόβατα του στα λιβάδια <strong>και</strong> στις καλαμιές. Αναμέριζε στους ίσκιους <strong>και</strong> τραβώντας το σουράβλι απ’ το ζωνάρι του, έπαιζε για ν' απαλύνει τους καημούς <strong>και</strong> τα ντέρτια του. Ευτυχώς δεν είχε οικογένεια. Ήταν στον κόσμο ολομόναχος. Εκείνος <strong>και</strong> ο ίσκιος του. Όπου η μέρα κι η νύχτα του. Γύριζε όλον τον <strong>και</strong>ρό, ξένοιαστος. Κάπου <strong>και</strong> πού, αναθυμόταν το εργαστήρι, τα κάρβουνα, τη λάβρα απ’ το φυσερό, τον ίδρωτα που ρυάκιζε στο κορμί του, τότε παλιά. Χαμογελούσε πρόσχαρα, ευτυχισμένα. Γλύτωσα απ’ την κόλαση, αναστοχαζόταν, ευτυχώς που με φώτισε ο θεός. Αγόρασα το κοπάδι. Και νάμαι τώρα τεμπέλης, χωρίς κόπο, χωρίς βάσανα. Ωστόσο ο <strong>και</strong>ρός διάβηκε. Το καλοκαίρι πέρασε. Ο χειμώνας με τα κρύα, τις καταχνιές, τα κρούσταλλα, μπήκε σιγά-σιγά. Όλα μάργωσαν τριγύρω, τα κλαδιά σκελετώθηκαν, οι κάμποι κρουστάλλιασαν. Τα χωριά θάφτηκαν στο χιόνι. Κάπου <strong>και</strong> πού, πάνω απ’ τα χωριά, ανέβαινε ο καπνός, σημαδεύοντας ότι κάτω απ’ το χιόνι υπήρχε σπίτι ή καλύβα. Πού να βαστάξει ο γύφτος μας τις βροχές, τις παγωνιές, τα χιόνια; Μακριά απ’ το εργαστήρι του, ολόζεστο καθώς ΤΣΙΓΓΑΝΟΣ ΤΕΧΝΙΤΗΣ
- Page 1:
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ
- Page 6 and 7: ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΘΝΙΚΗΣ
- Page 8: emwMew ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9 ΕΙΣΑ
- Page 11 and 12: κά βιβλία, την πρακ
- Page 14 and 15: 61Ζ4ΓΩΓΗ • Ih φ ώψ. ^άΰ
- Page 16 and 17: Φωνές που αντιλαλο
- Page 18 and 19: e^jforoi Ζψ&ΰεις ετός π
- Page 20 and 21: Ήμασταν κοντά στις
- Page 22 and 23: λε να μ’ αφίνη και
- Page 24 and 25: — Μείνε κι εσύ, του
- Page 26 and 27: Πότε κιόλας προλάβ
- Page 28 and 29: την αγορά, άρχισε κ
- Page 30 and 31: Ο πατέρας μου ήταν
- Page 32 and 33: τούσαν στους δρόμο
- Page 34 and 35: Ο Κάρνυ είχε εγκατα
- Page 36 and 37: Από το βιβλίο του Μ.
- Page 38 and 39: στα πόδια του, και τ
- Page 40 and 41: Υπάρχουν πολλοί Τσ
- Page 42 and 43: leiniet /l/a m'(MY MUM fa (WD% me f
- Page 44 and 45: στηκε να του απαντή
- Page 46 and 47: ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΗ - ΕΠ
- Page 48 and 49: που δεν είναι πια ή
- Page 50 and 51: Οι Ρωμαίοι, βλέποντ
- Page 52 and 53: Πότε δεν ψηνότανε α
- Page 54 and 55: Με τα χέρια κρεμασμ
- Page 58 and 59: ήταν τότε παλιά, κο
- Page 60 and 61: Είχα πάει στο Δομοκ
- Page 62 and 63: πεις, καθώς έσκυβε,
- Page 64: «σοδειά» που είχε δ
- Page 67 and 68: Hoveifoi Στην Ήπειρο, «
- Page 69 and 70: άλλη χρονιά γυρνού
- Page 71 and 72: Αλλη φορά τσίρκο δε
- Page 73 and 74: Ο κυρ Γιώργος Από κ
- Page 75 and 76: φοιτητές... Υ Λ. · ΤΣ
- Page 78 and 79: Z4V no/114 VA oeßYonm ότονς S
- Page 80 and 81: δες, φορούσαν ένα λ
- Page 82 and 83: Αν με διαβάζει κανε
- Page 84 and 85: μια ποδιά και μπαίν
- Page 86 and 87: φαλίρει και αυτός.
- Page 88 and 89: πάει να δουλέψει, τ
- Page 90 and 91: δεν τον πείραζε. Ξέ
- Page 92: Μπαίνοντας στο δρό
- Page 95 and 96: Τι βγαίνει Ο«τυπικ
- Page 97 and 98: «vnmMjcößtm fm πσ^εια Απ
- Page 99 and 100: (πεποίθηση που νομι
- Page 101 and 102: ψάθινα χαλάκια και
- Page 103 and 104: τικά σε αυτά τα πλα