68Μέτρηση – Παρακολούθηση Επιπέδων Φαρμάκων Από την φαρμακοκινητική στην φαρμακογενωμικήματιδίων αυξάνει την κινητική της ανοσοαντίδρασης,μειώνοντας έτσι τον χρόνο ανάλυσης. Μετά την προ−σθήκη του δείγματος, το ανοσοσύμπλεγμα των μικρο−σωματιδίων μεταφέρεται σε πλέγμα υαλογενών ινών(Fiber glass matrix). Τα μικροσωματίδια προσκολλώνταισταθερά στο πλέγμα. Το πλέγμα ξεπλένεται για νααπομακρυνθούν τυχόν μη συνδεδεμένες ουσίες. Στηνσυνέχεια προστίθεται ένα δεύτερο αντίσωμα έναντιτου φαρμάκου, επισημασμένο με αλκαλική φωσφα−τάση. Τέλος στο πλέγμα προστίθεται το υπόστρωματου ενζύμου (φωσφορικό άλας της 4−μεθυλ−ουμπελλι−φερόνης, MUP). Η ένταση του φθορισμού που παρά−γεται με την δημιουργία της μεθυλ−ουμπελλιφερόνης(MU), κατά την υδρόλυση της MUP από την αλκαλικήφωσφατάση, είναι ανάλογος της συγκέντρωσης τουφαρμάκου στο δείγμα.Β. ΧΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙΠαρ’όλη την ευρύτατη εφαρμογή των ανοσοπροσ−διορισμών στην TDM, η μέτρηση με τις μεθόδους αυτέςείναι αδύνατη για ορισμένα φάρμακα, εξαιτίας τηςμη διαθεσιμότητας εξειδικευμένων αντισωμάτων ένα−ντι των φαρμάκων αυτών. Εξάλλου, πολλά φάρμακα(π.χ. αντικαταθλιπτικά κ.α.) μεταβολίζονται σε μεγάλοαριθμό μεταβολιτών μερικοί από τους οποίους έχουνεπίσης φαρμακευτική δράση(15). Για μερικά φάρμακατο εναντιομερές τους εμφανίζει επίσης σημαντικήφαρμακευτική δράση. Αρκετές φορές δε, τα θεραπευ−τικά σχήματα είναι συνδυασμοί περισσοτέρων τουενός φαρμάκων. Στις παραπάνω περιπτώσεις ο δια−χωρισμός του φαρμάκου από τους μεταβολίτες του,ή ο διαχωρισμός ενός συνδυασμού φαρμάκων σταεπί μέρους φάρμακα καθώς και η ταυτόχρονη μέ−τρηση τους είναι αδύνατη με ανοσοχημικές μεθόδουςεξαιτίας ακριβώς της εξειδικευμένης φύσης του αντι−σώματος έναντι ενός συγκεκριμένου αντιγόνου. Καθί−σταται έτσι επισφαλής η παρακολούθηση και ρύθμισητων επιπέδων φαρμάκων όταν μετράται μόνο το μη−τρικό φάρμακο. Η λύση στα προβλήματα αυτά είναιη χρησιμοποίηση χρωματογραφικής ανάλυσης για τηνπαρακολούθηση των επιπέδων φαρμάκων.Η κυριότερη χρωματογραφική μέθοδος, η οποίαβρίσκει ευρύτατη εφαρμογή στον προσδιορισμό ενόςεξαιρετικά μεγάλου αριθμού φαρμάκων είναι η υγρήχρωματογραφία υψηλής απόδοσης ανάστροφης φά−σης (Reverse Phase RP−HPLC). Κατά την τεχνική αυτή ηκινητή φάση είναι πολική (συνήθως μείγμα ακετονιτρι−λίου/μεθανόλης και υδατικού ρυθμιστικού διαλύματος)και η στατική φάση είναι μη πολική (συνήθως στήλεςρητίνης C18 ανάστροφης φάσης).Η εύρεση του βέλτιστου χρωματογραφικού συστή−ματος (κινητής φάσης, στατικής φάσης, πίεσης, ρυθ−μού ροής κινητής φάσης, τρόπου ανίχνευσης) οδηγείσε ταχύτατους διαχωρισμούς υψηλής διακριτικήςανάλυσης. Πράγματι, ευρύτατη εφαρμογή βρίσκει ητεχνική της HPLC συνδυαζόμενη με ανιχνευτή UV−VIS σάρωσης μήκους κύματος ή με ανιχνευτή diodearray (HPLC−DAD) στην μέτρηση των συγκεντρώσεωντων νεώτερων αντιεπιληπτικών φαρμάκων στον ορό(οξυκαρβαμαζεπίνη, λαμοτριγίνη, λεβετιρακετάμη)(16).(Σχήμα 6).Σχήμα 6. Προσδιορισμός αντιεπιληπτικών φαρμάκωνμε RP−HPLC−UVΣτήληΚινητή φάσηΠίεσηΤαχύτητα ροήςΑνιχνευτήςΧρόνος ανάλυσης: Polaris C18−A(Varian) 100x4.6 mm: 20mM KH2PO4, pH 7/acetonitrile/methanol: ~100 bar: 1ml/min: UV detection 195 nm: 18 minΓ. ΦΑΣΜΑΤΟΦΩΤΟΜΕΤΡΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙΑπαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή τηςφωτομετρίας υπεριώδους−ορατού (UV−VIS), είναι ναυπάρχουν χρωμοφόρες ομάδες στο μόριο του φαρ−μάκου, για δε την εφαρμογή της φωτομετρίας φθο−ρισμού, πρέπει η δομή του μορίου του φαρμάκου ναευνοεί τον φθορισμό (π.χ. ύπαρξη ηλεκτρονίων, συ−ζυγιακό σύστημα απλών−διπλών δεσμών κ.α.). Λόγωόμως των αυξημένων παρεμβολών από παρόμοια μετου προς ανάλυση φαρμάκου φάσματα ουσιών, πουσυνυπάρχουν στο δείγμα, οι μέθοδοι αυτέςί εφαρμό−
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ, ΤΟΜΟΣ 72, TEYXOΣ 1−3, 2010 69ζονται κυρίως σε συνδιασμό με HPLC. Επίσης ο συν−διασμός HPLC με φασματοφωτομετρία μάζας (HPLC−MS) βρίσκει εφαρμογή στην ανίχνευση φαρμάκων τωνοποίων το μόριο είναι πολύ μεγάλο και ασταθές κα−θώς και στην μελέτη της φαρμακοκινητικής νέων φαρ−μάκων (π.χ. προσδιορισμός στα διάφορα βιολογικάυγρά και ιστούς, ταυτοποίηση και επιβεβαίωση τηςδομής αγνώστων μεταβολιτών)(17).Η μέθοδος μέτρησης αναφοράς για τον ποσοτικόπροσδιορισμό του λιθίου είναι φασματοφωτομετρίαατομικής απορρόφησης. Συνήθως όμως ο προσδιορι−σμός του γίνεται με φλογοφωτομετρία.Τέλος, ο συνδυασμός της ειδικότητας των ανοσο−προσδιορισμών με την ευαισθησία των συστημάτωνχημειοφωταύγειας αποτελεί πεδίο δυναμικής ανάπτυ−ξης για την TDM.Δ. ΗΛΕΚΤΡΟΧΗΜΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙΣτις μεθόδους αυτές ανήκει η μέτρηση του λιθίου μεεπιλεκτικό ηλεκτρόδιο λιθίου. Επιπλέον, στα πλαίσιατης ανάπτυξης της τεχνολογίας των ηλεκτροχημικώνβιοαισθητήρων, έχουν ήδη εμφανισθεί και συστήματααμπερομετρικών ενζυμικών ηλεκτροδίων με εφαρμογήστην TDM(18).Ε. ΜΙΚΡΟΒΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙΒρίσκουν εφαρμογή στον προσδιορισμό αντιβιοτι−κών. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται στηρίζονταιστην αναστολή ανάπτυξης ευαίσθητων στελεχών μι−κροοργανισμών σε βιολογικά δείγματα περιέχονταάγνωστη συγκέντρωση αντιβιοτικού, συγκριτικά με τηναναστολή ανάπτυξης του ίδιου μικροοργανισμού, απόγνωστή συγκέντρωση αντιβιοτικού στις ίδιες συνθή−κες.Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι διαφορετικές μέ−θοδοι, διαφορετικά αντιδραστήρια (π.χ. διαφορά ωςπρος τον τίτλο και τον αντιγονικό επίτοπο του χρησι−μοποιούμενου αντισώματος) και διαφορετικής καθα−ρότητας βαθμονομητές εμφανίζουν διακύμανση στιςτιμές των επιπέδων φαρμάκων με θετικό ή αρνητικόσφάλμα(19). Είναι επομένως προφανές ότι η μέτρησηκαι παρακολούθηση των επιπέδων ενός φαρμάκου θαπρέπει να γίνεται στο ίδιο εργαστήριο και με την ίδιαμέθοδο.Τέλος ένα εργαστήριο TDM πρέπει να εφαρμό−ζει πρωτόκολλα εσωτερικού ελέγχου ποιότητας μεκαθημερινό προσδιορισμό δειγμάτων ελέγχου φαρ−μάκων γνωστών συγκεντρώσεων, τα οποία να κα−λύπτουν από υποθεραπευτικά μέχρι και τοξικά επί−πεδα, καθώς και πρωτόκολλα εξωτερικού ελέγχουμε άγνωστα δείγματα ελέγχου (π.χ. το InternationalProficiency Testing Scheme−IPTS για τα ανοκατασταλ−τικά φάρμακα σύμφωνα με τις οδηγίες του WorkingGroup on Immunosuppressive Drug Monitoring της IFCC/International Association of TDM and Clinical Toxicology,και το External Quality Assurance Service−EQAS για όλατα υπόλοιπα φάρμακα)(20).Στην συνέχεια περιγράφονται συνοπτικά οι κυ−ριώτερες κατηγορίες θεραπευτικών φαρμάκων πουπροσδιορίζονται στα εργαστήρια TDM.ΚΑΡΔΙΟΤΟΝΩΤΙΚΑ – ΔΑΚΤΥΛΙΤΙΔΑΤο θεραπευτικό εύρος της δακτυλίτιδας (0.9−2.1 ng/ml) αντιστοιχεί σε επίπεδα κατωφλίου. Η κατανομήτης δακτυλίτιδας στον μυϊκό ιστό χρειάζεται, όπωςπροαναφέρθηκε, 6−8 ώρες για την ολοκλήρωση της.Έχει μεγάλο χρόνο ημιζωής (36−48 ώρες), ο οποίοςαυξάνει σημαντικά με την έκπτωση της νεφρικής λει−τουργίας. Επομένως για την σωστή παρακολούθησητων επιπέδων της δακτυλίτιδας, θα πρέπει αφ’ενόςνα έχει φθάσει σε σταθερή κατάσταση ισορροπίαςστον οργανισμό (χωρίς δόση φόρτισης απαιτούνται 7ημέρες), αφ’ετέρου το προς μέτρηση δείγμα να λαμβά−νεται αφού ολοκληρωθεί η κατανομή της στο σώμα.Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται επίσης κατά τονπροσδιορισμό των επιπέδων της. Ενδογενείς ουσί−ες του δείγματος είναι δυνατόν να παρέμβουν στονπροσδιορισμό, προκαλώντας ψευδώς αυξημένες ή μει−ωμένες τιμές. Κυριότερες από αυτές τις ουσίες είναιοι στεροειδείς ορμόνες και τα λιπαρά οξέα. Επιπλέον,ειδικοί πληθυσμοί ασθενών, όπως ασθενείς με νεφρι−κή ή ηπατική ανεπάρκεια, νεογνά και εγκυμονούσεςγυναίκες φέρουν μία ομάδα ενδογενών ουσιών, οιοποίες δίνουν θετικό αποτέλεσμα στον προσδιορισμότης δακτυλίτιδας. Οι ουσίες αυτές ονομάζονται «ανο−σοαντιδρώντες παράγοντες προσομοιάζοντες προςδακτυλίτιδα» (Digoxin−Like Immunoreactive Substances,DLIS) Η συγκέντρωση των DLIS σε δείγματα ασθενώναπό τους πληθυσμούς αυτούς ποικίλει, σε ορισμένεςπεριπτώσεις δε, τα επίπεδα προσεγγίζουν τις συ−γκεντρώσεις του θεραπευτικού εύρους της δακτυλί−τιδας(21). Για το λόγο αυτό, το εργαστήριο θα πρέπεινα επιλέγει από τους κυκλοφορούντες στο εμπόριοανοσοπροσδιορισμούς μέτρησης δακτυλίτιδας, εκείνοντου οποίου το αντίσωμα εμφανίζει την μικρότερη δια−σταυρούμενη αντίδραση με τις DLIS.Επίσης για την αντιμετώπιση του τοξικού δακτυλι−δισμού χορηγούνται ειδικά κλάσματα ανοσοσφαιρίνης