18.07.2013 Views

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ὡς οὐδεὶς α λλος. τοῦτο δὲ λέγεται κατ' ὑπερβατόν. Οσ. α ρθρον ὑποτακτικόν.<br />

σημαίνει δὲ ἀντωνυμίαν κτητικὴν τρίτου προσώπου. ἐμὸς, σὸς, ο ς. σημαίνει δὲ καὶ<br />

ἀντωνυμίαν ἰσοδυναμοῦσαν τῷ ου τος. δύναται δὲ σημαίνειν καὶ τὴν αὐτός. ἀλλὰ<br />

καὶ ο ς δείδοικε ∆ιὸς μεγάλου–. ε στι δὲ ἀορίστου μορίον ὑποτακτικὸν δηλοῦν τὸ<br />

ο στις, οι ον· ο ς α ν ε λθῃ, μεινάτω με. Οσσε. οἱ ὀφθαλμοί. παρὰ τὸ ο πτω, ο σσω,<br />

ο σσος, ὁ ὀφθαλμός. καὶ τὸ δυϊκὸν ο σσε. τὸ πληθυντικὸν ο σσων. ̔Οσεϊάσ. ο νομα<br />

̔Εβραϊκόν. †καὶ ̔Οσαΐας.† ̓Οσήϊοσ. κύριον. Οσιρισ. καὶ ὁ ̓Οσίρειος νεώς. Οσιοσ. παρὰ<br />

τὰ θεῖα δίκαιος. παρὰ τὸ α ζω, τὸ σέβομαι, γίνεται α σιος καὶ ο σιος. διὸ καὶ διὰ τοῦ ˉι<br />

γράφεται. οι ον ἀσπάζω, ἀσπάσιος, ἀλέξω, ἀλέξιος. κτήσω. κτήσιος, μνήσω. μνήσιος.<br />

τὸ δεξιὸς καὶ ἀνεψιὸς κατὰ τὸν τόνον μόνον διήλλαξεν. τὰ ἀπὸ μελλόντων διὰ τοῦ<br />

ˉιˉοˉς γινόμενα διὰ τοῦ ἰῶτα γράφεται, οι ον α ζω, α σω, ο σιος. omicron.1474<br />

Οσκιοσ. κύριον. ̓Οσροηνόσ. ἀπὸ τόπου. † ̓Οστιάριοσ.† ̓Οστεολόγοσ. ὁ συλλέγων τὰ<br />

ὀστᾶ. (Θηλυκόν.) Οσσα. θεία φήμη· καὶ κληδὼν, η μαντεία. οι μαι, ο τι παρὰ τὸ<br />

ο πτω. ̓Οσροηνή. τόπος. ̓Οσταφὶς καὶ ἀσταφίσ. πλεονασμῷ τοῦ ˉο καὶ τοῦ ˉα. σπάνιον<br />

δὲ τὸ σταφὶς, σχεδὸν γὰρ ἡ χρῆσις ἀσταφὶς ε χει. τὸ δὲ ο πις σημαίνει τὴν μῆνιν. παρὰ<br />

τὸ ε πεσθαι καὶ ἀκολουθεῖν τοῖς ἁμαρτάνουσιν. ἐξ ου καὶ –φύλοπις αἰνή. καί· –θεῶν<br />

ο πιν οὐκ ἀλέγοντες. Οστλιγγεσ. αἱ λαμπηδόνες. οι ον· ο στλιγγες μαλεροῖο πυρός–.<br />

παρὰ τὸ ο σσε καὶ τὸ ι λιγγα, ὀσσίλιγγες τινὲς ου σαι, καὶ ο στλιγγες κατὰ συγκοπήν.<br />

η παρὰ τὸ περὶ τὰ ὀστώδη μέρη τῆς κεφαλῆς εἰλεῖσθαι καὶ συνηθροῖσθαι. ̓Οστία. ἡ<br />

θύρα. Οσφρησισ. ἀέρος μετάληψις η διάκρισις ἀτμῶν. καὶ ὀσφράδιον ἐπὶ οὐδετέρου.<br />

̓Οσφύσ. τὰ πλησίον τοῦ γλουτοῦ, η ἡ ῥάχις, η ἡ ψύα. ὡς μὲν ̓Αριστοτέλης, ἡ ι ση<br />

πρὸς τὰ α νω ἐμπεφυκυῖα· ἰσόφυς τὶς ου σα. ὡς δὲ ̓Απολλόδωρος, οἱονεὶ ὀστοφυής<br />

τις ου σα· ὀστώδης γάρ ἐστιν. omicron.1475 ̓Οσσεία. ἡ μαντεία. ὁσία δὲ ἡ κηδεία καὶ ἡ<br />

ταφὴ, ˉι. ̔Οσιότησ. παρὰ τὸ ο σιος. τὸ δὲ ο σιος παρὰ τὸ α ζω, τὸ σέβομαι. τὸν γὰρ<br />

ο σιον πάντες σεβόμεθα. (Οὐδέτερον.) Οσον. πολὺ, πάνυ, η ἀντὶ τοῦ ὁπόσον. * Οσον<br />

ο σον. ταχὺ, μετ' ὀλίγον.* * ̔Οσημέραι. πάντοτε, καθ' ἡμέρας.* † Οστρεον. μυάκιον<br />

θαλάσσιον.† Οσπριον. παρὰ τὸ σπείρω, σπόριον, καὶ καθ' ὑπερβιβασμὸν ο σπριον.<br />

̓Οσπήτιον. ̓Οστέον. παρὰ τὸ στῶ, στέον καὶ ὀστέον. τὸ αι τιον τῆς στάσεως. παρὰ τὸ<br />

ι στημι. καὶ ὀστέϊνον καὶ ὀστοῦν. Οστρεον καὶ ο στρειον. ( ̔Ρῆμα.) ̓Οσσεύεσθαι.<br />

κληδονίζεσθαι. ̓Οσσόμενοσ. προορῶν. Οσσετο. προεώρα. –ο σσετο θυμός. τουτέστι<br />

κατὰ ψυχὴν προσεδέχετο. οι ον ἡ κατ' ἐπίνοιαν γνῶσις. μετείληπται ἀπὸ τῶν<br />

ο σσων. ̓Οστοφαγεῖν. ὀστέα ἐσθίειν. καὶ ὀστηφαγεῖν. ̓Οστεολογεῖν. ὀστᾶ συλλέγειν.<br />

omicron.1476 Τὸ Ο μετὰ τοῦ Τ. ( ̓Αρσενικόν.) ̔Οτέοισιν. ἀντὶ τοῦ οι στισιν. Οτῳ. ἀντὶ<br />

τοῦ ῳ τινι. καὶ ο τεῳ. Οτλιοι. οἱ πλόκαμοι. Οτλοσ. †ὁ πόνος· ὁ μοχλός.† ὁ<br />

καρτερικός. η καὶ ὁ μόσχος. Οτριχασ. ὁμοιότριχας. ̓Οτρηρόσ. ταχὺς, δραστικὸς,<br />

σπουδαῖος. παρὰ τὸ ὀτρύνω ὀτρυρὸς καὶ τροπῇ τοῦ ˉυ εἰς ˉη ὀτρηρὸς, ὁ δι' ἑαυτοῦ<br />

παρωξυμμένος πρὸς τὸ ἐνεργεῖν η δι' ἑτέρων. ὁ δὲ Φίλων λέγει, ο τι παρὰ τὸ τρῶ, τὸ<br />

φοβοῦμαι, τρέω, ῥηματικὸν ο νομα τρεερὸς, ὡς φαίνω, φανερὸς, σφάλλω, σφαλερὸς,<br />

καὶ τήκω, τηκερός. καὶ κράσει τῶν δύο ˉεˉε εἰς ˉη γέγονε τρηρὸς, ὁ δειλὸς, ἀφ' ου<br />

καὶ παρώνυμον τρήρων, καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ ˉα ἀτρηρὸς, ὁ μὴ δειλὸς, ἀλλὰ<br />

δραστικὸς καὶ ἐῤῥωμένος τὴν γνώμην, καὶ κατὰ μετάθεσιν τοῦ ˉα εἰς ˉο ὀτρηρός.<br />

παρὰ δὲ τὸ τρῶ γίνεται τρεὺς καὶ μετὰ τοῦ στερητικοῦ ˉα ̓Ατρεύς. Οττοβοσ. ψόφος,<br />

η χος. διὰ τὸ ἀσαφὲς τῆς λέξεως η γουν τοῦ λέγειν. η ἡ διὰ τῶν ω των βοή. ο τοβος<br />

α πληστα ὀρώρει. omicron.1477 (Θηλυκόν.) ̓Οττεία. ἡ μαντεία. ̓Οτρειΐα. πόλις. (<br />

̔Ρῆμα.) ̓Οττοτύζειν. βοᾷν, ἠχεῖν. ̓Οτρύναι. παροξύναι. ( ̓Επίῤῥημα.) Οτι ῥά. ο τι δή.<br />

Οτι οἱ. ο τι αὐτῷ. ̔Οτιοῦν. τὸ τυχόν. ̓Οττοτοῖ. ἀντὶ τοῦ φεῦ. ̓Οτραλέωσ. σπουδαίως.<br />

παρὰ τὸ τρέω, τὸ φοβοῦμαι, ἀφ' ου καὶ ὀτρηρὸς, ο νομα ῥηματικὸν γίνεται τρεὴς,<br />

καὶ κατὰ συναλοιφὴν τοῦ ˉε καὶ ˉη καὶ πλεονασμῷ τοῦ ˉο ὀτρής. ἀφ' ου ἐπίῤῥημα<br />

εἰς ˉωˉς, ὡς εὐτυχὴς, εὐτυχῶς, εὐγενὴς, εὐγενῶς, ου τως ὀτρὴς, ὀτρῶς καὶ ὀτρέως,<br />

Ερευνητικό έργο: ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.<br />

Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.<br />

Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006.<br />

Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του.<br />

317

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!