18.07.2013 Views

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

δέμας λέγεται, διὰ τὸ τὴν ψυχὴν ἐν αὐτῷ συνδεδέσθαι, ω ς φησιν Ομηρος. Σῶμα.<br />

συνδρομὴ στοιχείων. οἱονεὶ δῶμα ο ν τῆς ψυχῆς. ο θεν καὶ σκήνωμα λέγεται.<br />

Πλάτων δὲ λέγει, ο τι σῆμα ἐστὶ, τουτέστι τάφος· ω σπερ γὰρ ἐντέθαπται ἡ ψυχὴ τῷ<br />

σώματι. Σῶν. τὸ ὑγιές. δηλοῖ δὲ καὶ τὸ σωζόμενον. Σώζω. ω σπερ ἀπὸ τοῦ ε ω, τὸ<br />

καθέζομαι, γίνεται ε ζω, ου τω καὶ ἀπὸ τοῦ σώω, ο σημαίνει τὸ ὑγιαίνω, γίνεται<br />

σώζω. οὐκ ε δει ε χειν τὸ ι· ἡ μέντοι παράδοσις ε χει τὸ ˉι, ἐφ' ο σον ε χει τὸ ζ. καὶ<br />

ε στιν εἰπεῖν, ω σπερ ἀπὸ τοῦ α νθρωπος ἀνθρωπίζω, ου τω καὶ ἀπὸ τοῦ σῶος σωΐζω<br />

καὶ κατὰ συναίρεσιν σώζω. Σωκῶ. τὸ βοηθῶ, καὶ ἰσχύω. καὶ σώζειν. sigma.1707<br />

†Σῶμαι. ε ρπω.† †Σωράσαι. σβέσαι.† †Σῶτα. ε ρχεται.† †Σωτάζω. τὸ σώζω.†<br />

sigma.1708 Σώχω. τὸ τρίβω. καὶ σώχω. †Σώω. τὸ ὁρμῶ.† Σωφρονίσαι ε τερον, ˉι.<br />

σωφρονῆσαι δὲ, ἀντὶ τοῦ σώφρων γενέσθαι, ˉη. tau.1707 Τ. Τὸ Τ μετὰ τοῦ Α. (<br />

̓Αρσενικόν.) Ταγόσ. ὁ ἡγεμών. Ταγὼς δὲ, κύριον, μέγα. Ταγὴν, ταγῆνοσ. τὸ τηγάνιον,<br />

ἰωνικῶς. †Ταγήν. τὸ κόσκινον.† Ταγηνίασ. πέμματα ἐστὶν ἀπὸ τηγάνων, ἐκ στέατος<br />

ὑγροῦ καὶ τυροῦ, καὶ μέλιτος καὶ σταφίδος. καὶ ἡ ταγηνία. Τάλαροσ. ὁ καλαθίσκος, ὁ<br />

εἰς τυρὸν ἐπιτήδειος. Τάλωσ. κύριον. tau.1708 Ταλαίπωροσ. ἐπίπονος, α θλιος. παρὰ<br />

τὸ τάλος καὶ τὴν ω ραν. ταλάωρος καὶ ταλαίπωρος. Τάλασ. ὁ α θλιος, ὁ καρτερικός.<br />

παρὰ τὸ τάλλω, τὸ κακοπαθῶ. καὶ ̔Ησίοδος· ἐτρέφετ' ἀτάλλων. ἀντὶ τοῦ μὴ<br />

κακοπαθῶν. *Ταδεήλ. ἀγαθὸς κύριος.* Τακερόσ. οἰκτρός. κατάξηρος. Τακτικοῖσ.<br />

στρατιώταις. Ταμεσίχροα. τμητικὸν τοῦ χρωτός. παρὰ τὸ ταμῶ, ταμέσω. tau.1709<br />

Ταμίασ. ὁ κελλάριος· ὁ δεσπότης. ἀπὸ τοῦ τετμῆσθαι αὐτῷ τὴν ἐξουσίαν. η παρὰ τὸ<br />

τέμνειν αὐτὸν καὶ ἀπομερίζειν τοῖς α λλοις. καὶ ταμειοῦχος, ὁ διοικητής. τοῦτο<br />

δίφθογγον. Τάναϊσ. ποταμός. καὶ Τάνις. η Τάνις πόλις Αἰγυπτιακὴ, ἐν ῃ τὰ βασίλεια<br />

τοῦ Φαραώ. *Ταλασιουργόσ. ὁ ἐξαμμιττοποιός· ὁ βλαττᾶς, η ὁ ἱερουργός.*<br />

Ταντάλειοι. τρομικοί. †Ταώς· καὶ ταὼν, ταῶνοσ. ο ρνεον, ο φασιν ει ναι βασιλέα<br />

πάντων τῶν πτηνῶν.† Ταών. παρὰ τὸ τείνειν τὸ χρύσειον οὐραῖον. Τανηλεγήσ. ὁ<br />

μακρὸν κοίμημα ε χων, τουτέστιν αἰώνιον. παρὰ τὸ λέγω, τὸ κοιμῶμαι, καὶ τὸ<br />

ταναὸν, ταναλεγὴς καὶ τανηλεγής. η παρὰ τὸ τῆλε, ταλαλεγὴς καὶ τανηλεγής.<br />

Ταλαπείριοσ. ὁ ὑπομονητικός· ὁ ταλάπηρος. καὶ ταλασιουργός. Τάπητασ. ἐπιβόλαια<br />

η στρώματα. παρὰ τὸ θάλπω, θάλπις, καὶ μεταθέσει τοῦ ˉθ εἰς ˉτ, καὶ ἀποβολῇ τοῦ<br />

ˉλ, τάπις. Ταπεινόσ. ὡς ἀπὸ τοῦ ο νος γίνεται ὀνεινὸς, ου τω καὶ ἀπὸ τοῦ ε δαφος<br />

ἐδαφεινὸς, καὶ ἀποβολῇ tau.1710 τοῦ ˉε, καὶ τροπῇ τοῦ ˉδ εἰς ˉτ, καὶ τοῦ ˉφ εἰς ˉπ,<br />

ταπεινός. η παρὰ τὸ πέδον πεδεινὸς, καὶ συγκοπῇ καὶ τροπῇ ταπεινός. η παρὰ τὸ<br />

πάτος γίνεται, οἱονεὶ ὁ πατούμενος, καὶ ἐκεῖθεν πατεινὸς καὶ ἐν ὑπερβιβασμῷ<br />

ταπεινός. η παρὰ τὸ τάπης, τάπητος, ταπητεινὸς, καὶ συγκοπῇ ταπεινός. Ταξίαρχοσ.<br />

ἡγεμών. Ταρσόσ. η τὸ πλάτος τοῦ ποδὸς, η τὸ α κρον τῆς χειρός. παρὰ τὸ<br />

ταρσαίνεσθαι, ο ἐστι ξηραίνεσθαι. α σαρκον γὰρ τὸ πρὸς τοὺς δακτύλους μέρος.<br />

Ταρσὸς καὶ ο νομα πόλεως ἐν Κιλικίᾳ. Τάρταροσ. ὁ κατώτατος τοῦ ᾳ δου τόπος. οἱ δὲ<br />

τὸν περὶ τὰ νέφη τόπον. Τάῤῥοθοσ. βοηθός. Τάρισ. ποταμός. Ταξίλοι. ε θνος. Τάοχοι.<br />

ε θνος. Ταῦροι. Σκυθικὸν ε θνος. οι τινες τιμῶσιν, ὡς οἱ Αἰγύπτιοι, τοὺς βοῦς καὶ<br />

Απιν. Ταῦροσ. ὁ ὑπὸ τῶν ̓Αχαιῶν τόπος ὠνόμασται παρὰ τὴν τάσιν. Ταυρομενίτησ.<br />

τοπικόν. tau.1711 Τάφοσ. ο που τίθεται τὰ λείψανα. παρὰ τὸ θῶ καὶ τιθῶ παράγωγον<br />

θάπτω. καὶ πάλιν τροπῇ τοῦ ˉθ εἰς ˉτ καὶ τοῦ ˉπ εἰς ˉφ τάφος. περιττὸν γὰρ τὸ ˉτ ἐν<br />

τῷ ῥήματι. Ταχυπῶλοσ. ὁ ταχεῖς πώλους ε χων. Τάμισοσ. ἡ πιτύα. τοῦ Ψελλοῦ· ὀῤῥὸς<br />

τὸ γάλα πέφυκε, τάμισος ἡ πιτύα. Ταρσόσ. ὁ καλαθίσκος. καὶ τὸ πλατὺ τῆς κώπης.<br />

Ταλαιπείριοσ. τληπαθής. Ομηρος· –ἱκέτην ταλαιπείριον ἀντιάσαντα. (Θηλυκόν.)<br />

Ταβερνῶν. καπηλείων. Ταβιθά. κύριον. Ταϊφά. πόλις Αἰγύπτου. *ἐξ η ς καὶ<br />

Ταϊφάλη.* Ταννία. ὁ στέφανος. παρὰ τὸ ταννύω. ου τως Ωρος ὁ Μιλήσιος. †Ταλασία.<br />

νεουργία.† Τάλισ. ἡ νύμφη. Τανυγλώχιν. ἡ μακρὰς γωνίας ε χουσα. Τάξισ.<br />

ἀκολουθία. †Τάξισ ἐστὶν ἐργασία ὁμοιότητος πρὸς α λληλα πάντων τῶν ο ντων καὶ<br />

Ερευνητικό έργο: ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.<br />

Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.<br />

Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006.<br />

Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του.<br />

370

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!