18.07.2013 Views

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ὑπότερος καὶ υ στερος. προόντος γὰρ ἑτέρου λέγεταί τις υ στερος. ω στε πλεονασμός<br />

ἐστι τοῦ ς. Υσπληξ. φραγγέλιον. ἀφετηρία. βούκεντρον. η μύωψ ὁ πλήσσων τοὺς<br />

βοῦς. ει ρηται ἀπὸ τῶν τριχῶν τῶν ὑείων γίνεσθαι. οι μαι δὲ ἀφετηρία ἐκ τοῦ ἐκεῖσε<br />

πλήσσεσθαι τῇ μάστιγι τοὺς ι ππους. η παρὰ τὴν ὑπὸ πρόθεσιν ὑπόπληξ, καὶ<br />

συγκοπῇ τῆς πο συλλαβῆς καὶ πλεονασμῷ τοῦ ς υ σπληξ. υ σπληξ καὶ ὁ σιδηροῦς<br />

ὀχεὺς, ο ν λάμναν καλοῦσιν. (Θηλυκόν.) Υσκα. ὀψάριον καὶ ξύλον, ἐν ῳ α πτεται τὸ<br />

πῦρ. ̔Υσμίνη. ἡ μάχη. ̔Υστεροβουλία. μεταμέλεια. ̔Υστριχίσ. ζῶον. ὑστρηχὶς δὲ μάστιξ<br />

ἡ ἐξ ὑείων τριχῶν. ˉη τὸ ˉσˉτˉρˉη. καὶ υ στρηξ ὁμοίως. Υσχη. ει δος βοτάνης.<br />

upsilon.1789 ̔Υσοίπη. ὁ ῥύπος. τοῦ Ψελλοῦ· ὑσοίπηρος ὁ ῥυπαρὸς, ὑσοίπη γὰρ ὁ<br />

ῥύπος. (Οὐδέτερον.) Υστατον. τὸ ε σχατον. ̔Υστέλειον. ο ρος. καὶ ̔Υστερεῖον.<br />

Υσσωπον καὶ ὁ υ σσωποσ. βοτάνη καθαρτικὴ τῶν κατὰ στόμαχον πεπλεγμένων<br />

φλεγμάτων, διὰ τὴν ἐν αὐτῷ θερμότητα. ( ̔Ρῆμα.) ̔Υσθῆναι καὶ ὑσθῆσαι καὶ υ σθην.<br />

ἀντὶ τοῦ ἐβράχην. ̔Υστερήσαντεσ. ̔Υστερούμεθα. ἀντὶ τοῦ ἐλαττούμεθα παρὰ τῷ θεῷ.<br />

ου τε, ἐὰν μὴ φάγωμεν, ὑστερούμεθα. Τὸ Υ μετὰ τοῦ Φ. ( ̓Αρσενικόν.) Υφασισ.<br />

ποταμός. ̔Υφηγητήσ. ἐξηγητής. (Θηλυκόν.) Υφαλος πέτρα. ἡ ὑπὸ τῆς θαλάσσης<br />

κεκρυμμένη, η τις υ δωρ ὀλίγον ἐπικείμενον ε χουσα γίνεται τοῖς πλέουσι κινδύνου<br />

παραίτιος. καὶ υ φαλος φάτις, ἡ κρυφία φαντασία. Υφασισ. ὑπόβασις· ταπείνωσις·<br />

ὑποκατάβασις· ε νδοσις. ̔Υφή. ἡ πλοκή. καὶ ὑφὲν, συνάφεια ἐκ δύο λέξεων<br />

συγκειμένη. ὠνόμασται δὲ ὑφὲν παρὰ τὸ ἑνοῦν τὰς λέξεις, καὶ ἐν τῷ α μα ποιεῖν<br />

αὐτὰς ἀναγινώσκεσθαι. καὶ ὑφὲν ἀντὶ τοῦ ὁμοῦ. upsilon.1790 ̔Υφεδρίαν. τὴν κάτω<br />

καθέδραν λέγει ὁ Θεολόγος, η γουν τὸν τοῦ πρεσβυτέρου βαθμόν. προεδρίαν δὲ τὴν<br />

ἐπισκοπήν. ( ̔Ρῆμα.) ̔Υφέντεσ. ι ημι, ὁ δεύτερος η ν, ἡ μετοχὴ ει ς, ε ντος, ε ντες, καὶ<br />

ὑφέντες. ̔Υφειμένον. ταπεινόν. ὑποβεβηκός. δευτερεῦον. ὑποχείριον. ̔Υφειμένοσ.<br />

ἐνδεδυμένος. ̔Υφεξαίρειν. λαμβάνειν. ἐπαίρειν. ̔Υφεῖται. συγχωρεῖται. ̔Υφηγοῦμαι.<br />

διηγοῦμαι· ἐξηγοῦμαι. ̔Υφήναι. ἀντὶ τοῦ ὑφάναι. ̔Υφίει. συνεχώρει. † ̔Υφιείσ.<br />

ὑπενδούς.† ̔Υφεῖναι. ἐνδοῦναι. ̔Υφιέντεσ. ἐλαττοῦντες. ὑποσυγκαταβαίνοντες. *<br />

̔Υφείλετο. κατέσχεν.* ̔Υφιζάνοντι. ὑποκαθημένῳ. ̔Υφόωσιν. ἀντὶ τοῦ ὑφαίνουσιν.<br />

̔Υφαίνω. παρὰ τὸ ει ς, ο σημαίνει τὸν ἀριθμὸν, γέγονεν αἱνῶ, καὶ μετὰ τῆς ὑπὸ<br />

προθέσεως καὶ ἐν συνθέσει ὑφαίνω. οἱ γὰρ ὑφαίνοντες τὰ διῃρημένα καὶ<br />

κεχωρισμένα εἰς ε ν μάλιστα σπεύδουσιν α γειν. ου τω Θεόγνωστος. ̔Υφωρώμην.<br />

ὑπενόουν. Τὸ Υ μετὰ τοῦ Ψ. ( ̓Αρσενικόν.) ̔Υψαύχην. ὁ ἀλαζὼν, ὁ ὑψηλόφρων.<br />

̔Υψήγοροσ. μεγαλήγορος. upsilon.1791 ̔Υψηλόφρων. ἐπῃρμένος. ̔Υψηχήσ. ὁ<br />

ὑψαύχην. ̔Υψηχέεσ. παρὰ τὸ εἰς υ ψος ἐμφέρειν τῶν ποδῶν τὸν η χον. –ὑψηχέες<br />

ι πποι. ̔Υψίζυγοσ. ὁ ἐν υ ψει ε χων τὴν καθέδραν, καὶ πάντων ω ν κυβερνήτης. ζυγὸς<br />

δὲ ἡ καθέδρα τῶν κωπηλατῶν. η καὶ ὁ ἐν υ ψει ζυγοστατῶν καὶ ταλαντεύων τὰς<br />

μοίρας. λέγουσι δὲ τὸν ∆ία οἱ Ελληνες. ̔Υψιβρεμέτησ. ὁ ἐν υ ψει βροντῶν. βρέμω γὰρ<br />

τὸ ἠχῶ. ̔Υψίκομοσ. ὁ ἐν υ ψει θάλλων, η ὁ ἐν υ ψει τὴν κόμην ε χων. † ̔Υίζων.<br />

ο νομα ποταμοῦ.† ̔Υψιπέτησ. ὁ εἰς υ ψος πετόμενος. ὑψιπετὴς δὲ, ὁ ἀπὸ υ ψους<br />

πεσών. upsilon.1792 ̔Υψιστάριοσ. †ὁ τὸν υ ψιστον καλῶν.† (Θηλυκόν.) Υψωσισ.<br />

ε παρσις. ̔Υψηγορίαν. τὴν ὑψηλὴν θεολογίαν. ὁ θεολόγος φησίν. (Οὐδέτερον.)<br />

̔Υψηρεφέσ. μεγάλην ε χον σκιὰν καὶ σκέπην. ̔Υψηλόν. τὸ πλεῖστον ἀπέχον τοῦ<br />

μέσου. ̔Υψιπέτηλον. εἰς υ ψος ε χον τὰ φύλλα. Υψοσ. παρὰ τὸ ο πτω, τὸ βλέπω,<br />

ο ψος, καὶ τροπῇ †Αἰολικῇ† τοῦ ο εἰς υ υ ψος. †ὡς καὶ ο μοιον ε μιον.† ἀφ' ου ἐστιν<br />

ὁρᾷν. ̔Υψῶ. μεγαλύνω, δοξάζω. καὶ ὑψώσω. Υψι. ἐφ' υ ψους. ̔Υψόθι. ὑψόσε. ̔Υψοῦ.<br />

ἀντὶ τοῦ ἐφ' υ ψους. phi.1791 Φ. Τὸ Φ μετὰ τοῦ Α. ( ̓Αρσενικόν.) Φαγῶνα. φίλαυτον<br />

καὶ α πληστον. ε στι δὲ Σύρων ἡ λέξις. Φαέθων. ὁ η λιος. καὶ κλίνεται φαέθοντος.<br />

ἀπὸ τοῦ φάος. phi.1792 Φαίδιμοσ. λαμπρός. παρὰ τὸ φαίνω, φαίνιμος καὶ φαίδιμος.<br />

Φαινόλησ. χιτὼν ἱερατικός. οἱ δὲ παλαιοὶ ἐφεστρίδα. η φαινόλης, ὁ ἀπατεών. καὶ<br />

φαινόλιον, ἱμάτιον. *καὶ ὁ ἀρχιερατικὸς χιτών.* †Φαινόπουσ. ὁ λευκόπους.†<br />

Ερευνητικό έργο: ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.<br />

Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.<br />

Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006.<br />

Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του.<br />

388

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!