18.07.2013 Views

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

Lexicon ΣΥΝΑΓΩΓΗ ΛΕΞΕΩΝ, ΣΥΛΛΕΓΕΙΣΑ ΕΚ ∆ΙΑΦΟΡΩΝ ...

SHOW MORE
SHOW LESS

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

δροσίζει. Ψέγει. μέμφεται. Ψελλίζει. τραυλίζει. Τὸ Ψ μετὰ τοῦ Η. ( ̓Αρσενικόν.)<br />

Ψηνᾶσ. ἐπίθετον. Ψηνόσ. ὁ φαλακρός. παρὰ τὸ ψῶ. η παρὰ τὸ ψήσω ψηνός. Ψῆνεσ.<br />

οἱ τῶν φοινίκων καρποὶ καὶ οἱ κλάδοι. καὶ ο νομα ἰχθύων. καὶ τὰ ἐν τοῖς ὀλύνθοις<br />

γινόμενα *κωνώπια.* (Θηλυκόν.) Ψηλαφία. ἡ ψηλάφησις. Ψῆττα. ο νομα ἰχθύος. καὶ<br />

ψῆσσα. psi.1872 Ψηφίδεσ. οἱ μικροὶ λίθοι. Ψῆφοσ. ἡ κρίσις. ἡ ἀπόφασις. καὶ<br />

ψηφηφορία. (Οὐδέτερον.) Ψήγματα. αἱ τοῦ χρυσίου ι νες. Ψησσίον. ο νομα ἰχθύος. (<br />

̔Ρῆμα.) Ψηάλαι. ψῆλαι. ψᾶλαι. Ψηκτρίζω. Ψηλαφῶ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῶν μήλων.<br />

μῆλα δὲ τὰ πρόβατα. μηλαφῶ ου ν τὸ ἐφάπτομαι τῶν μήλων. τροπῇ τοῦ ˉμ εἰς ˉψ<br />

ψηλαφῶ. η παρὰ τὸ ψῶ, τὸ προσεγγίζω, καὶ τὸ ἁφῶ, τὸ ψηλαφῶ, ἁφῶ καὶ ψηλαφῶ.<br />

Ψηνίζω. φαλακρίζω. Ψηνίξαι. *κινῆσαι,* ξύσαι η σοβῆσαι. Ψῆσαι. ὁμαλίσαι. Ψήχω.<br />

τὸ ὁμαλίζω. Τὸ Ψ μετὰ τοῦ Ι. ( ̓Αρσενικόν.) Ψίδων. κύριον. καὶ κλίνεται Ψίδωνος.<br />

Ψιθυρισμόσ. ἀπαῤῥησίαστον φθέγμα καὶ λαθραία κακολογία. παρὰ τὸ ψίω, τὸ<br />

λεπτύνω, καὶ τὸ θύρα. σημαίνει δὲ καὶ τὰ χείλη, περιφραστικῶς. †Ψίθυρ. λέγεται καὶ<br />

ψίθυρος. οι ον ψίθυρ, ψίθυρος, ψιθύρου. ὡς μάρτυς, μάρτυρος, μαρpsi.1873 τύρου. τὸ<br />

δὲ ψίθυρ παρὰ τὸ ψοῖθος, ο σημαίνει τὴν λοιδορίαν. η παρὰ τὸ ψίω, τὸ λεπτύνω, καὶ<br />

τοῦ θύρα. σημαίνει δὲ τὰ χείλη, περιφραστικῶς.† Ψιλίασ. κύριον. Ψιλόσ. ὁ γυμνός.<br />

παρὰ τὸ ψῶ, τὸ λεπτύνω. η παρὰ τὸ ψίω, ο σημαίνει τὸ α πτομαι. εὐχερῶς γάρ τις<br />

α πτεται τοῦ ψιλοῦ καὶ ψιλότητος. Ψίττακοσ. κύριον. καὶ ο νομα πτηνοῦ. (Θηλυκόν.)<br />

Ψιάσ. ἡ δρόσος. Ψιλή. ποιότης συλλαβῆς, καθ' η ν α κροις χείλεσι τὸ φθέγμα<br />

προφέρεται. παρὰ τὸ ψῶ, τὸ λεπτύνω. ἐξ ου καὶ ψιλὸν στρατιώτην λέγει τὸν<br />

α οπλον καὶ γυμνόν. ει τουν τὸν ἀσθενῆ καὶ ἀδύνατον. η παρὰ τὸ ψίω, τὸ α πτομαι,<br />

ψιλὸς καὶ ψιλή· εὐχερῶς γάρ τις α πτεται τοῦ ψιλοῦ. Ψινάδεσ. αἱ α μπελοι. Ψὶξ,<br />

ψιχόσ. ἡ ψιχία. Ψιττάκη καὶ ψιττάκια. ὑποδήματα γυναικείου ει δους. Ψιλὰ λέγονται<br />

τὸ γ, τὸ κ, τὸ π καὶ τὸ τ, ἐπειpsi.1874 δὴ ψιλουμένου φωνήεντος ἐπιφερομένου εἰς<br />

δασὺ τρέπεται. οι ον· αὐτίχ' ὁ μὲν ἐπορεύετο. Ψῖ. τὸ στοιχεῖον. ο τι συριγμόν τινα<br />

ε χει ἡ τούτου ἐκφώνησις. καὶ ο τι ὁ συριγμὸς οὐκ ε στιν α λλό τι η μόνον ψ. α λλοι<br />

δὲ, ο τι ἑνὸς ψαύει χρόνου διπλοῦν ο ν. Ψινύθιον. φαῦλον, η καὶ ψευδές. Ψιχίον. .....<br />

*Ψιθυρίζειν. τινὲς ὀνοματοποιεῖσθαι φασὶν, ὡς τό· κρίκε δὲ ζυγόν. καί· σίζε ὁ<br />

ὀφθαλμός. κυρίως δὲ ἐπὶ τῶν ψευδομένων τὸ ψιθυρίζειν λαμβάνεται.* *Ψιμμυθίζω.<br />

καλλωπίζω.* Ψίσω. ποτίσω. ἐξ ου καὶ ψιὰς, ἡ κατ' ὀλίγον κατερχομένη δρόσος. Ψίω.<br />

ἐμβρωματίζω. η τὸ λεπτύνω. η τὸ α πτομαι. Τὸ Ψ μετὰ τοῦ Ο. ( ̓Αρσενικόν.) Ψοίθησ.<br />

ὁ ἀλαζών. psi.1875 Ψοῖθοσ. σποδός. ευ ρον καὶ διὰ τοῦ ˉυ ψιλοῦ τὸ ψύθος. σημαίνει<br />

δὲ τὴν λοιδορίαν. Ψολόεις κεραυνόσ. ὁ ὀξέως φερόμενος καὶ α μα τῷ ψαύειν<br />

ὀλλύμενος. Ψόφοσ. κτύπος. Ψοφοδεήσ. δειλός. παρὰ τὸ δέος, ο σημαίνει τὸν φόβον,<br />

καὶ τὸ ψόφος. Ψόαι, ψοιαὶ καὶ ψύαι. αἱ λαγόνες η τὰ νῶτα. παρὰ τὸ ψαύω. ἡ<br />

ἐπιψαύουσα σὰρξ καὶ ἐπιπολῆς ου σα τοῖς ὀστέοις. ου τως Εἰρηναῖος. Ψολοκομπία.<br />

ἀλαζονεία. Ψοφοδεέσ. δειλόν. Ψοφῶ. τὸ ἠχῶ. Τὸ Ψ μετὰ τοῦ Υ. ( ̓Αρσενικόν.) Ψύδαξ<br />

η ψύδραξ. τὸ ἐπὶ τοῦ σώματος ἐξάνθημα. Ψυκτήρ. ο που τὰς ὀπώρας ψυχρίζουσιν η<br />

καὶ τὰς κύλικας, η τοι τὰ ποτήρια νίζουσι. Ψυλλεῖσ. ἐθνικόν. psi.1876 Ψυχρὸς λόγοσ.<br />

ἀσθενὴς, μηδὲν χρήσιμον ε χων. παρὰ τὸ ψύχος ψυχηρὸς καὶ ἐν συγκοπῇ ψυχρός.<br />

Ψυχικόσ. ὁ τὰ τῆς σαρκὸς φρονῶν. ψυχικὸς α νθρωπος οὐκ οι δε τὰ τοῦ πνεύματος.<br />

Ψυχόλεθροσ. ὁ ἀπολλύων τὰς ψυχάς. τὰ διὰ τοῦ ο λεθρος συγκείμενα διὰ τοῦ ˉω<br />

γράφεται, οι ον ἀνώλεθρος, βιώλεθρος, ἐπώλεθρος καὶ τὰ ο μοια, πλὴν τοῦ<br />

ψωμόλεθρος καὶ ψυχόλεθρος. Ψύαι. αἱ λαγόνες, η τὰ νῶτα, η μέρος τι τοῦ σώματος.<br />

Ψυχή. ει ρηται μὲν ἐν τῇ γραφῇ τῇ παλαιᾷ διττῶς ἡ ψυχή· τουτέστιν ἡ λογικὴ καὶ ἡ<br />

α λογος. ἡ λογικὴ τῶν λογικῶν, καὶ ἡ α λογος τῶν κτηνῶν καὶ τῶν λοιπῶν<br />

ἐμψύχων. ψυχὴ λογική ἐστιν οὐσία νοερὰ ἀνώνυμος καὶ ἀγνώριστος, λεπτὴ, α ϋλος<br />

καὶ ἀσχημάτιστος, εἰκὼν θεοῦ καὶ τύπος σώματος, ζωτικὴ καὶ συστατική. ει ρηται δὲ<br />

ψυχὴ διὰ τὸ ψύχειν η τοι διὰ τῶν οἰκείων ἐνεργειῶν ζωοποιεῖν τὸ σῶμα. ψυχὴ<br />

Ερευνητικό έργο: ∆ΡΟΜΟΙ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ – ΨΗΦΙΑΚΗ ΠΑΤΡΟΛΟΓΙΑ.<br />

Εργαστήριο ∆ιαχείρισης Πολιτισµικής Κληρονοµιάς, www.aegean.gr/culturaltec/chmlab.<br />

Χρηµατοδότηση: ΚΠ Interreg ΙΙΙΑ (ETΠΑ 75%, Εθν. πόροι 25%). Πανεπιστήµιο Αιγαίου, Τµήµα Πολιτισµικής Τεχνολογίας και Επικοινωνίας, © 2006.<br />

Επιτρέπεται η ελεύθερη χρήση του υλικού µε αναφορά στην πηγή προέλευσής του.<br />

406

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!