ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝP13ΠΙΛΟΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΣΥΓΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΖΑΘΕΙ-ΟΠΡΙΝΗΣ ΜΕ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΥΔΡΟ-ΚΟΡΤΙΖΟΝΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΓΧΥΣΗ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟ-ΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΤΗΣΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗΣΑ. Χρηστίδου, Α. Ρούσσος, Χρ. Καλαντζής, Σ. Κοιλάκου 2 , Ν. Ράπτης,Ι. Καλαφατάς, Ν. Αποστόλου, Ε. Γρίβας, Ν. Κανελλόπουλος,Κ. Παπαμιχαήλ, Ι. Καλογερόπουλος, Πλ. Πιπερόπουλος 1 , Ν Καλαντζής,Γ.Ι. Μάντζαρης 2Α’ Γαστρεντερολογική Κλινική και Ακτινολογικό Τμήμα, 1 ΓΝΑ Ευαγγελισμός, καιΓαστρεντερολογικό Τμήμα, 2 ΝΙΜΤΣΗ συγχορήγηση αζαθειοπρίνης (ΑΖΑ) ή η ενδοφλέβια χορήγηση 200m υδροκορτιζόνης (ΥΔΡ) αμέσωςπριν την έγχυση ινφλιξιμάμπης (ΙΦΞ) ενδέχεται να αποτρέξει την ανάπτυξη αντισωμάτων στηνινφλιξιμάμπη (ΑΤΙ) σε ασθενείς με νόσο του Crohn (NC). Η ανάπτυξη ΑΤΙ επηρεάζει την αποτελεσματικότητακαι την ασφάλεια της θεραπείας. Όμως, δεν έχει αποδειχθεί ποιά στρατηγική υπερέχει ωςπρος τα μακροχρόνια κλινικά πλεονεκτήματα που μεταφράζονται σε παράταση της αποτελεσματικότηταςκαι σε ασφάλεια της θεραπείας.Σκοπός της μελέτης ήταν να ελεγχθεί αν η χορήγηση ΥΔΡ πριν την έγχυση ΙΦΞ ή η συνεχιζόμενηθεραπεία με ΑΖΑ αποτρέπουν την έκπτωση της αποτελεσματικότητας της θεραπείας με ΙΦΞ σε μιαπροοπτική μελέτη ασθενών με NC.Ασθενείς και μέθοδος: Κριτήρια επιλογής ήταν η ενεργός, εξαρτημένη από κορτικοειδή φλεγμονώδηςNC, με βάση πρόσφατη ειλεοκολοσκόπηση, εντερόοκλυση, γαστροσκόπηση, και τιμές δείκτηδραστηριότητας της NC (CDAI) >220 παρά την συγχορήγηση κορτικοειδών. Ασθενείς με προηγούμενηπρώιμη ανεπιθύμητη ενέργεια (ιδιοσυγκρασιακή ή όχι) στην ΑΖΑ έλαβαν ΥΔΡ (250mg IV) πριν απόκάθε έγχυση ΙΦΞ στα πλαίσια της θεραπείας επαγωγής της ύφεσης (0,2,6 εβδ) και συντήρησης (κάθε8 εβδομάδες) ενώ ασθενείς χωρίς προηγούμενη θεραπεία με ΑΖΑ έλαβαν ΑΖΑ σε δόση 2-2.5mg/kg/ημέρα. Τα κορτικοειδή διακόπτονταν σταδιακά (5mg/εβδομάδα). Ασθενείς που αδυνατούσαν να διακόψουντα κορτικοειδή ή να ανεχθούν την αγωγή αποσυρόταν από τη μελέτη. Οι ασθενείς παρακολουθούντανκάθε μήνα με κλινική εξέταση, μέτρηση του CDAI πριν την επίσκεψη και εργαστηριακέςεξετάσεις για δύο χρόνια. Συνολικά, 17 ασθενείς έλαβαν ΑΖΑ/ΙΦΞ και 17 ΥΔΡ/ΙΦΞ. Δεν υπήρχαν στατιστικέςδιαφορές στα κλινικά, δημογραφικά, κοινωνικά χαρακτηριστικά, τις κοινωνικές συνήθειες,και τα νοσολογικά χαρακτηριστικά της νόσου (διάρκεια, δραστηριότητα, εντόπιση, εξωεντερικές εκδηλώσειςνόσου, θεραπεία με κορτικοειδή, κλπ) μεταξύ των δύο ομάδων αν και ασθενείς στην ομάδαΥΔΡ/ΙΦΞ είχαν κάπως μακρύτερη διάρκεια νόσου. Στην ομάδα ΑΖΑ/ΙΦΞ ένας ασθενής απεσύρθηλόγω εκπτώσεως της θεραπείας με ΙΦΧ και δύο για ανεπιθύμητες ενέργειες στην ΑΖΑ ενώ δύο ασθενείςχρειάστηκαν αύξηση της δόσης της ΙΦΞ για διατήρηση του αποτελέσματος της θεραπείας. Στηνομάδα ΥΔΡ/ΙΦΞ ένας ασθενής αποσύρθηκε λόγω αλλεργικής αντίδρασης στην ΙΦΞ 12 μήνες μετά τηνέναρξη της θεραπείας και δύο ασθενείς χρειάστηκαν αύξηση της δόσης της ΙΦΞ για διατήρηση τουαποτελέσματος της θεραπείας. Δεν παρατηρήθηκαν απειλητικές για τη ζωή ανεπιθύμητες ενέργειες.Ουδείς ασθενής ανέπτυξε de novo αντισώματα κατά της διπλής έλικας του DNA.Συμπέρασμα: Η πιλοτική αυτή μελέτη δεν επιβεβαίωσε την υπεροχή μιας εκ των δύο εφαρμοζομένωνθεραπειών στη μακροχρόνια ασφάλεια της θεραπείας και την αποτροπή της θεραπευτικήςεκπτώσεως της ΙΦΞ.27P14ΧΡΟΝΙΑ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΜΕ ΙΝΦΛΙΞΙΜΑΜΠΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΑΥΤΟΑ-ΝΤΙΣΩΜΑΤΩΝ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΜΕ ΙΔΙΟΠΑΘΗ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗ ΕΝΤΕ-ΡΟΠΑΘΕΙΑ: ΠΡΟΔΡΟΜΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑΓ.Ι. Μάντζαρης, Σ. Μπαλάς 1 , Α. Χρηστίδου, Α. Ρούσσος,Ν. Κανελλόπουλος, Σ. Κοιλάκου, Ν. Ράπτης, Ι. Καλαφατάς, Ν Αποστόλου,Ε. Γρίβας, Κ. Παπαμιχαήλ, Α. Τσιρογιάννη 3 , Μ Ξηρομερίτου 2 ,Χρ. Παπαστεριάδη 3 , Α. Νάκος 2 , Α. Αρχιμανδρίτης 1Α’ Γαστρεντερολογική Κλινική και 3 Τμήμα Ανοσολογίας-Ιστοσυμβατότητας,ΓΝΑ Ευαγγελισμός, 2 Β’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική και ΓαστρεντερολογικόΤμήμα, 1 Ιπποκράτειο ΓΝΑΟι βιολογικές θεραπείες της νόσου του Crohn (NC) και της ελκώδους κολίτιδας (ΕΚ) ίσως διεγείρουνφαινόμενα αυτοανοσίας αγνώστου παθογενείας.Σκοπός της μελέτης: Να ελεγχθεί σε μια προοπτική, πολυκεντρική μελέτη αν η ινφλιξιμάμπη (ΙΦΞ)επάγει τη δημιουργία αυτοαντισωμάτων σε ασθενείς με NC ή ΕΚΑσθενείς και μέθοδος: Ασθενείς με ενεργό, εξαρτημένη ή ανθεκτική στα στεροειδή NC (CDAI>180)ήΕΚ (CAI>6) που έλαβαν μονοθεραπεία με ΙΦΞ (5mg/kg στις 0,2,6 εβδ. και μετά ανά 8 εβδ). Σε κλινικήένδειξη αναπτύξεως δευτερογενούς αντοχής η δόση της ΙΦΞ διπλασιαζόταν και ενδεχομένως το μεσοδιάστημαθεραπείας μειωνόταν (6 εβδ). Οι ασθενείς είχαν αρνητική Mantoux, α/α θώρακος (f+p),HBsAg και anti-HCV πριν τη θεραπεία. Πριν από κάθε έγχυση γινόταν κλινική εξέταση, αιματολογικόςκαι βιοχημικός έλεγχος, ΤΚΕ, CRP, και πλήρη πήξη και χορηγούνταν προληπτικώς αντιϊσταμινικό καιένεση 250mg υδροκορτιζόνης IV. Πριν από την 1η έγχυση ΙΦΞ ελέγχονταν: επίπεδα ανοσοσφαιρινώνορού, Η/Φ λευκωμάτων, προσδιορισμός των ΑΝΑ, DNA, dsDNA, SMA, AMA, pANCA, άτυπων ANCA,cANCA, anti-PR3, anti-MPO, LKM-1, ΕΜΑ, AGA, tTG, anti-TPO, anti-TG, IgM/IgG ACA, αντι-ιστονικών,αντικεντρομεριδιακών, anti-SSA (anti-Ro), anti-SSB (anti-La). Τα ίδια αντι-/αυτοαντισώματα ελέγχοντανανά 2 συνεδρίες έγχυσης ΙΦΞ.Αποτελέσματα: Ανακοινώνονται αποτελέσματα από 23 ασθενείς με NC [13Α,10Γ, ηλικίας 26(17-55)ετών] και 10 με ΕΚ [3Α,7Γ, 26 (20-54) ετών]. Στη NC, 6 ασθενείς είχαν περιδερική νόσο, 4 επέμβαση γιαστενωτική ειλεΐτιδα και οι λοιποί φλεγμονώδη νόσο. Τρεις είχαν αγκυλωτική σπονδυλίτιδα Στην ΕΚ, 8είχαν εκτεταμένη και 2 αριστερόπλευρη νόσο. Έχουν γίνει 252 εγχύσεις (8.23 εγχύσεις/ασθενή, εύρος2-35). Πέντε ασθενείς διέκοψαν τη θεραπεία (πρωτοπαθής μη ανταπόκριση 2, απώλεια ανταπόκρισης2, ανεπιθύμητη ενέργεια 1) και άλλοι 3 ασθενείς λαμβάνουν διπλάσια δόση ΙΦΞ. Από τους ασθενείςμε NC 4 είχαν αφετηριακά θετικά ΙgG-AGA, 11 είχαν θετικά ΑΝΑ (τίτλοι >1:160, με στικτό φθορισμόκαι μιτωτικές μορφές) και ένας θετικά pANCA (1:80). Από τους ασθενείς με ΕΚ, 5 είχαν θετικάpANCA (>1:160) και ένας άτυπα ANCA. Το προφίλ αυτό δεν άλλαξε με τη θεραπεία αν και παρατηρήθηκεδιακύμανση των τίτλων, εκτός 4 ασθενών με NC/pANCA (1) και NC/IgG-AGA (3), στους οποίουςδεν ανιχνεύθηκαν μετά τη θεραπεία. Δύο ασθενείς (1 ΕΚ, 1 NC) εμφάνισαν de novo ΑCA (x2-3 αυξημένα).Τρεις εμφάνισαν αυξημένους τίτλους dsDNA αντισωμάτων. Ουδείς εμφάνισε ΣΕΛ ή τύπου ΣΕΛεκδηλώσεις και η απέκτα επίπεδα κρεατινίνης και λευκώματος στα ούρα 24ώρου ήταν φυσιολογικάπαρά την συνέχιση της θεραπείας.Συμπεράσματα: Τα πρόδρομα αυτά αποτελέσματα δείχνουν ότι ο κίνδυνος ανάπτυξης αυτοαντισωμάτωνκαι εκδήλωσης φαινομένων αυτοανοσίας δεν είναι συχνός σε ασθενείς με ΕΚ ή NC που λαμβάνουνχρονίως θεραπεία με ΙΦΞ.ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):27P15κλινικη αξια ΟΡΟΛΟΓΙΚων δεικτων και δεικτων φλεγμονησστην εκτιμηση οστικησ πυκνοτητασ σε Κρητικους ασθε-ΝΕΙΣ με ιδιοπαθεις φλεγμονωδεις εντερικες νοσουςΧ. Ζαβός, Ι. Κουτρουμπάκης, Ι. Νεραντζουλάκης, Γ. Παπαδάκης,Θ. Βουδούρη, Ι. Δαμηλάκης, Η. ΚουρούμαληςΓαστρεντερολογική Κλινική Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, ΤμήμαΠυρηνικής Ιατρικής και Τμήμα Ιατρικής Φυσικής Πανεπιστημίου ΚρήτηςΕισαγωγή: Υφίστανται δεδομένα συσχέτισης των φλεγμονωδών εντερικών νόσων (ΙΦΕΝ)με αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης αν και η οστική πυκνότητα συχνά ανευρίσκεται φυσιολογική.Σκοπός: Η διερεύνηση της κλινικής αξίας ορολογικών δεικτών και δεικτών φλεγμονής στηνπρώιμη διάγνωση οστεοπενίας / οστεοπόρωσης σε Κρητικούς ασθενείς με ΙΦΕΝ.Υλικό & Μέθοδος: Στην παρούσα πιλοτική μελέτη συμπεριελήφθησαν 54 ασθενείς Κρητικήςκαταγωγής με ΙΦΕΝ (35 ασθενείς με νόσο Crohn, 17 άρρενες / 18 θήλεις, μέσης ηλικίας 44,4±15,6έτη, και 19 ασθενείς με ελκώδη κολίτιδα, 8 άρρενες / 11 θήλεις, μέσης ηλικίας 51,0±13,1 έτη).Οι ασθενείς υπεβλήθησαν σε μέτρηση οστικής πυκνότητας με μέθοδο απορροφησιομετρίαςακτίνων Χ διπλής ενέργειας (DXA). Οι ανατομικές περιοχές που μετρήθηκαν ήταν η οσφυϊκήμοίρα σπονδυλικής στήλης (ΟΜΣΣ), το αριστερό και το δεξιό μηριαίο οστούν. Υπολογίσθηκαντο Z-score που συγκρίνει την οστική πυκνότητα του εξεταζόμενου με την μέση οστική πυκνότηταατόμων ίδιας ηλικίας, φύλου και σωματομετρικών χαρακτηριστικών, και το T-score πουσυγκρίνει την οστική πυκνότητα του εξεταζόμενου με την βέλτιστη μέση οστική πυκνότηταατόμων ίδιου φύλου και σωματομετρικών χαρακτηριστικών. Επί Z-score
2827 Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑΣP17ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΛΙΝΙΚΗΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗΣ ΚΑΙΤΗΣ ΕΝΔΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΕΠΟΥΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΛΕΠΤΟΥ ΕΝΤΕΡΟΥ ΣΤΗΝΟΣΟ CROHN; ΜΙΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ, ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗA. Eυθυμίου 1 , Ν. Βιάζης 1 , Γ. Μάντζαρης 2 , Ν. Παπαδημητρίου 3 ,Δ. Τζουρμακλιώτης 4 , Θ. Οικονομόπουλος 5 , Δ. Καραμανώλης 11Β΄Γαστρεντερολογική Κλινική, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα, 2 A’ ΓαστρεντερολογικήΚλινική, Γ.Ν.Α «Ο Ευαγγελισμός», Αθήνα, 3 Γαστρεντερολογικό Τμήμα,«Θριάσιο» Νοσοκομείο, Αθήνα, 4 Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «ΠολυΚλινική»,Αθήνα, 5 Β’ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Πανεπιστήμιο Αθηνών,«Αττικό» ΝοσοκομείοΕισαγωγή-Σκοπός: Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν μελέτες που να εκτιμούν τηνεπούλωση του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου σε ασθενείς με νόσο Crohn(ΝC). Ο σκοπός μας ήταν να μελετήσουμε τη σχέση μεταξύ της κλινικής ανταπόκρισηςκαι της βλεννογονικής επούλωσης του λεπτού εντέρου, χρησιμοποιώνταςτην ενδοσκοπική κάψουλα. Για το σκοπό αυτό, σχεδιάσαμε ένα νέο ενδοσκοπικόδείκτη βαρύτητας της νόσου, τον Simple Capsule Endoscopic Score forCrohn’s disease (SCES-CD).Υλικό-Μέθοδοι: Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 40 ασθενείς με ΝC. Όλοι είχανέξαρση της νόσου (CDAI>150), συμμετοχή του λεπτού εντέρου σε αυτή και τονφλεγμονώδη τύπο της νόσου (μη-στενωτικός, μη-διεισδυτικός τύπος). Οι ασθενείςυποβλήθηκαν σε ενδοσκοπική κάψουλα και υπολογισμό του SCES-CD πριναπό την έναρξη οποιασδήποτε θεραπείας. Η θεραπευτική αγωγή ποίκιλε ανάλογαμε τον θεράποντα ιατρό. Για τον υπολογισμό του SCES-CD, συλλέξαμε τις εξής4 παραμέτρους: τα έλκη και το μέγεθος τους, το χρονικό διάστημα που αυτά ήτανορατά, το χρονικό διάστημα που άλλες αλλοιώσεις (οίδημα, ερυθρότητα) ήτανορατές και τις στενώσεις. Όταν οι ασθενείς παρουσίαζαν κλινική ανταπόκριση(CDAI100), υποβάλλονταν ξανά σε ενδοσκοπικήκάψουλα και υπολογισμό του SCES-CD.Αποτελέσματα: Ο μέσος όρος του SCES-CD πριν και μετά από τη θεραπεία ήταν4.35±0.38 και 3.73±0.37 αντίστοιχα. Η στατιστική ανάλυση δεν έδειξε σημαντικήμείωση του δείκτη (μέση τιμή=0.625, 95% διαστήματα αξιοπιστίας 0.026 -1.276, p=0.59).Συμπεράσματα: H ενδοσκοπική κάψουλα είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στη μελέτητης επούλωσης των ενδοσκοπικών βλαβών του λεπτού εντέρου στη ΝC. Δενυπάρχει συσχέτιση μεταξύ της κλινικής ανταπόκρισης και της ενδοσκοπική βελτίωσηςτου λεπτού εντέρου στη ΝC.P18ΟΙ ΑΝΑΣΤΟΛΕΙΣ ΤΗΣ ΙΝΩΔΟΓΟΝΟΛΥΣΗΣ TAFI ΚΑΙ PAI-1 ΣΤΙΣ ΙΔΙ-ΟΠΑΘΕΙΣ ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΕΙΣ ΕΝΤΕΡΙΚΕΣ ΝΟΣΟΥΣΓ. Τσιολακίδου, Ι.Ε. Κουτρουμπάκης, Α. Σφυριδάκη, Κ. Κουκούτση,Α. Θεοδωροπούλου, Η.Α. ΚουρούμαληςΓαστρεντερολογική Κλινική Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου, ΜονάδαΑιμοδοσίας Βενιζελείου Νοσοκομείου Ηρακλείου και ΓαστρεντερολογικήΚλινική Βενιζελείου Νοσοκομείου ΗρακλείουΕισαγωγή-Σκοπός: Οι ασθενείς με ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις εντερικές νόσους(ΙΦΕΝ) παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο θρομβοεμβολικών επεισοδίων. Ως πιθανόςπαθογενετικός μηχανισμός, μεταξύ άλλων, έχει προταθεί και η υπο-ινωδογονόλυση.Ο αναστολέας της ενεργοποίησης του ιστικού πλασμινογόνου(PAI-1) και ο ενεργοποιούμενος από την θρομβίνη αναστολέας της ινωδογονόλυσηςτου πλάσματος (TAFI) θεωρείται ότι αναστέλουν τη διαδικασία της ινωδογονόλυσης.Σκοπός της μελέτης αυτής ήταν να προσδιορίσουμε τα επίπεδατων TAFI και PAI-1 στο πλάσμα ασθενών με ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις εντερικέςνόσους (ΙΦΕΝ) σε σχέση με υγιείς μάρτυρες.Μέθοδοι: 128 ασθενείς με ΙΦΕΝ [66 ελκώδης κολίτιδα (ΕΚ) 62 νόσος Crohn (ΝC)]και 37 υγιείς μάρτυρες συμμετείχαν στη μελέτη. Τα επίπεδα των PAI-1 και TAFI στοπλάσμα υπολογίσθηκαν με τη χρησιμοποίηση δύο εμπορικά διαθέσιμων ELISAKits (Berichrom* PAI και ASSERACHROM TAFI αντίστοιχα). Εκτιμήθηκε ακόμη ησυσχέτισή των δεικτών αυτών με κλινικές παραμέτρους της ΕΚ και ΝC.Αποτελέσματα: Η μέση τιμή του PAI-1 στο πλάσμα ήταν σημαντικά υψηλότερητόσο στους ασθενείς με EK (3.9±1.3 IU/ml), όσο και στους ασθενείς με ΝC(4.0±1.5 IU/ml) συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες (3.2±1.1 IU/ml) (P=0.02).Από την άλλη πλευρά η μέση τιμή του TAFI στο πλάσμα ήταν σημαντικά χαμηλότερητόσο στους ασθενείς με EK (14.8±3.1 μg/ml), όσο και στους ασθενείςμε ΝC (13.3±3.4 μg/ml) συγκριτικά με τους υγιείς μάρτυρες (17.4±3.0 μg/ml)(P