ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΜΕΝΩΝ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝP245ΠΟΣΟΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΜΟΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΧΥΣΗΣ ΤΩΝ ΕΣΤΙΑΚΩΝΒΛΑΒΩΝ ΤΟΥ ΗΠΑΤΟΣΤ. Γερούκης, Α. Παπαχριστοδούλου, Ε. Βαφειάδης, Κ. Αναστασιάδου,Β. Καλπακίδης, Π. ΠαλλάδαςΑκτινολογικό Τμήμα, Τμήμα Αξονικού και Μαγνητικού Τομογράφου Γ.Ν. Θ.«Γ. Παπανικολάου»Εισαγωγή: Οι εστιακές βλάβες του ήπατος αποτελούν συχνό διαγνωστικόπρόβλημα. Η προσθήκη των ακολουθιών διάχυσης στη μελέτη τους μεμαγνητική τομογραφία (ΜΤ) προσφέρει επιπρόσθετες χρήσιμες πληροφορίεςγια την αντιμετώπισή τους.Σκοπός: Η εκτίμηση της συμβολής του υπολογισμού του συντελεστή μοριακήςδιάχυσης (ADC) στην εκτίμηση και τη διαφοροδιάγνωση των εστιακώνηπατικών βλαβών.Υλικό και μέθοδος: Μελετήθηκαν 20 ασθενείς οι οποίοι εμφάνισαν μονήρηβλάβη ήπατος τόσο με συμβατικό έλεγχο με ΜΤ όσο και με ακολουθίεςδιάχυσης. Χρησιμοποιήθηκαν 3 τιμές b-value (0, 400, 800s/mm2) και δημιουργήθηκανχάρτες ADC. Η ανάλυση πραγματοποιήθηκε με περιοχές ενδιαφέροντοςσε φυσιολογικό παρέγχυμα και σε εστιακές ηπατικές βλάβεςκαι ποσοτική εκτίμηση του φαινομενικού συντελεστή διάχυσης (ADC). Ητελική διάγνωση των ως άνω βλαβών ήταν: 11 μεταστάσεις ήπατος, 4 ηπατοκυτταρικάκαρκινώματα, 3 αιμαγγειώματα, 2 απλές κύστεις.Αποτελέσματα: Οι κακοήθους υφής βλάβες, συμπεριλαμβανομένων τωνμεταστατικών εστιών και του ΗΚΚ εμφάνισαν τη χαμηλότερη τιμή του ADCενώ οι καλοήθεις βλάβες, δηλαδή τα αιμαγγειώματα και οι κύστεις, παρουσίασαντην υψηλότερη τιμή του ADC. Η μέση τιμή του ADC στις μεταστατικέςβλάβες ήταν 1,64 +/- 0,24, στους ασθενείς με ΗΚΚ 1,47 +/- 0,19, στααιμαγγειώματα 2,02 +/- 0,57 ενώ στις απλές κύστεις ήπατος 2,85 +/- 0,76.Η μέση τιμή του φυσιολογικού ηπατικού παρεγχύματος ήταν 1,31 +/- 0,07(x 10-3 mm2 sec-1).Συμπέρασμα: Οι ακολουθίες διάχυσης μπορούν να δώσουν επιπρόσθετεςπληροφορίες και να φανούν χρήσιμες στη διαφοροδιάγνωση των καλοήθωναπό τις κακοήθεις ηπατικές βλάβες.85P246ΠΡΩΤΟΠΑΘΗΣ ΧΟΛΙΚΗ ΚΙΡΡΩΣΗ ΩΣ ΣΠΑΝΙΟ ΑΙΤΙΟ ΜΕΜΟΝΩ-ΜΕΝΗΣ ΗΩΣΙΝΟΦΙΛΙΑΣN.Ε. Τσεσμελή 1 , Χ. Γ. Σαββόπουλος 1 , Γ.Δ. Καϊάφα 1 , Α.Ι. Χατζητόλιος 1 ,Ε.Ε. Βρεττού 2 , Μ.Ι. Αποστολοπούλου 1 , Α.Λ. Παπαδόπουλος 1 ,Δ.Φ. Κολιούσκας 11Α΄ Προπαιδευτική Παθολογική Κλινική, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο,Θεσσαλονίκη, 2 Εργαστήριο Παθολογικής Ανατομικής, ΑριστοτέλειοΠανεπιστήμιο, ΘεσσαλονίκηΗ διερεύνηση της ηωσινοφιλίας απασχολεί διάφορες ειδικότητες, ενώ η πιθανήσυσχέτισή της με την πρωτοπαθή χολική κίρρωση (ΠΧΚ) έχει ελάχιστα διερευνηθεί.Παρουσιάζεται ενδιαφέρουσα περίπτωση θήλεως 59 ετών με ελεύθερο ιστορικό,που εισήχθη στην κλινική λόγω αυξημένων ηπατικών ενζύμων και ηωσινοφιλίας.Η τελευταία ήταν γνωστή ήδη από 20 μήνου, σε έλεγχο ρουτίνας λόγωκόπωσης. Από τον εργαστηριακό έλεγχο εισαγωγής επιβεβαιώθηκε η ηωσινοφιλία[WBC: 7,5x109/lit, ηωσινόφιλα: 1125/mm3-15% (φ. τ.: 3-5%)], ενώ αποκαλύφθηκανκαι αυξημένη αλκαλική φωσφατάση (ALP): 314 U/L, γ-gt: 146U/L, χολερυθρίνη:2,2 mg/dl (άμεση: 1,6 mg/dl), τρανσαμινάσες (SGOT: 62 U/L, GPT:88 U/L) και χοληστερόλη: 320mg/dl. Ο προ 20μήνου εργαστηριακός έλεγχος,ήταν φυσιολογικός, όπως και καλλιέργειες κοπράνων. άλλες αιτίες ηωσινοφιλίας,όπως δερματολογικές, πνευμονολογικές, αγγειακές ή ανοσολογικές παθήσεις,αλλεργικές διαταραχές, παθήσεις κολλαγόνου και νεοπλασίες είχαν αποκλειστείαπό το ιστορικό, την κλινικοεργαστηριακό έλεγχο (ακτινογραφία θώρακος,αξονική τομογραφία άνω- κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτόναιου, ηλεκτροφόρησηπρωτεϊνών ορού, ποσοτικός προσδιορισμός ανοσοσφαιρινών, ανοσοηλεκτροφόρησηορού, καρκινικοί δείκτες, οστεομυελική παρακέντηση). Κατάτη νοσηλεία βρέθηκε ήπια ηπατομεγαλία και θετικά αντιμιτοχονδριακά αντισώματα(ΑΜΑ) από τον ανοσολογικό έλεγχο Η διάγνωση της ΠΧΚ επιβεβαιώθηκεκατόπιν βιοψίας ήπατος ιστολογικά. Χορηγήθηκε ουρσοδεοξυχολικό οξύ(15 mg/kg/ημέρα) ενώ μετά από τρεις μήνες το αιματολογικό και το βιοχημικόπροφίλ της ασθενούς βελτιώθηκε (ηωσινόφιλα: 6%, ALP: 234 U/L, γ-gt: 80 U/L,SGOT: 59 U/L, GPT: 72 U/L).Επισημαίνεται ότι η ΠΧΚ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στην διαφορική διάγνωσητης ηωσινοφιλίας, ιδίως όταν έχουν αποκλειστεί οι συχνότερες αιτίες αυτής.Ειδικότερα, τα ΑΜΑ θα πρέπει να αξιολογούνται σε κάθε περίπτωση ηωσινοφιλίαςαγνώστου αιτιολογίας, ακόμα και επί απουσίας συμπτωμάτων ή εργαστηριακώνευρημάτων συμβατών με ΠΧΚ.ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):85P247H ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΗΠΑΤΙΚΗΣ ΒΙΟΛΟΓΙΑΣ ΣΕ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΠΟΥ ΥΠΟ-ΒΑΛΛΟΝΤΑΙ ΣΕ ΧΗΜΕΙΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΓΙΑ ΝΕΟΠΛΑΣΜΑΤΙΚΗ ΝΟΣΟΣ. Ζούμπας 2 , Γ. Μπαλταγιάννης 1 , Ε.Β. Τσιάνος 11Α’ Πανεπιστημιακή Παθολογική Κλινική, Ηπατο-Γαστρεντερολογική Μονάδα,Τομέας Παθολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 2 ΜεταπτυχιακόςΝοσηλευτής ΤΕ Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου ΙωαννίνωνΗ χορήγηση χημειοθεραπείας σε ασθενείς με κακοήθη νοσήματα συνοδεύεταιαπό διαταραχές της ηπατικής βιολογίας οι οποίες ποικίλουν σε βαρύτητααπό την ασυμπτωματική αύξηση των ενζύμων μέχρι την εμφάνισηκεραυνοβόλου οξείας ηπατικής ανεπάρκειας.Σκοπός: Η εκτίμηση της επίδρασης της χορήγησης συνδυασμένης χημειοθεραπείαςστην ηπατική βιολογία ασθενών με διάφορους τύπους πρωτοπαθώννεοπλασμάτων.Υλικό και Μέθοδος: Στη μελέτη έλαβαν μέρος 16 ασθενείς με καρκίνο τουπνεύμονα (3 με ηπατικές μεταστάσεις), 5 ασθενείς με καρκίνο μαστού, 10ασθενείς με καρκίνο ωοθηκών (3 με ηπατικές μεταστάσεις), 10 ασθενείς μεκαρκίνο στομάχου(2 με ηπατικές μεταστάσεις) και 10 ασθενείς με καρκίνοπαχέος εντέρου(3 με ηπατικές μεταστάσεις).Αποτελέσματα: Οι ασθενείς με ηπατικές μεταστάσεις παρουσίαζαν σημαντικάδιαταραγμένη ηπατική βιολογία πριν την έναρξη χημειοθεραπείας.Οι διαταραχές αυτές αφορούσαν την αύξηση των τρανσαμινασών αλλάκαι των χολοστατικών ενζύμων (AST= 36±25, ALT=41±25, ALP=209±143,GGT=113±166, TBL=1,1±1,3). Οι ασθενείς με μεταστατική ηπατική νόσοβελτίωσαν την ηπατική βιολογία μετά ανταπόκριση στη χημειοθεραπεία(p
8627 Ο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΑΣΤΡΕΝΤΕΡΟΛΟΓΙΑΣP249ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΜΟΞΙΦΛΟΞΑΣΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΣΚΙΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝΜΕ ΜΗ ΑΝΤΙΡΡΟΠΟΥΜΕΝΗ ΚΙΡΡΩΣΗΓ. Λαζαράκη 2 , Σ. Μεταλλίδης 1 , Α. Τσώνα 1 , Γ. Γερμανίδης 2 , Σ. Δόκας 2 ,Ι. Νικολαΐδης 1 , Β. Γώγου 1 , Θ. Χρυσανθίδης 1 , Π. Νικολαΐδης 11Α΄ Παθολογική Κλινική, Τμήμα Λοιμώξεων, ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ, 2 Α΄ Παθολογική Κλινική,Γαστρεντερολογικό Τμήμα, ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑΕισαγωγή: Η αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα (ΑΒΠ) είναι μια συχνήεπιπλοκή της μη αντιρροπουμένης κίρρωσης. Η χρήση των κινολονώνέχει προταθεί τόσο για την χρήση όσο και για την προφύλαξη της ΑΒΠ. Λίγεςμελέτες έχουν αξιολογήσει το βαθμό διείσδυσης των νέοτερων κινολονώνστο ασκιτικό υγρό.Σκοπός: Να μελετήσουμε τον βαθμό διείσδυσης της μοξιφλοξασίνης στοασκιτικό υγρό και να συσχετίσουμε τις συγκεντρώσεις της σε σχέση με τιςMICs των πιο κοινών παθογόνων.Υλικό - Μέθοδοι: Οχτώ ασθενείς 4 άνδρες και 4 γυναίκες με μέση ηλικία53 ±6,25 έτη, που νοσηλεύτηκαν λόγω μη αντιρροπούμενης κίρρωσηςεντάχθηκαν στην μελέτη. Οι ασθενείς έλαβαν 400 mg μοξιφλοξασίνης IVμία φορά την ημέρα για 3 συνεχόμενες ημέρες και την 4η μέρα της μελέτηςκαι 2 ώρες μετά την έγχυση του ελήφησαν δείγματα αίματος και ασκιτικούυγρού. Η μέτρηση των συγκεντρώσεων έγινε με την μέθοδο της υγράςχρωματογραφίας υψηλής πίεσης.Αποτελέσματα: Την 4η μέρα της μελέτης (επίτευξη επιπέδου σταθερώνδόσεων) 2 ώρες μετά την έγυση της μοξιφλοξασίνης η μέση συγκέντρωσητης, στο πλάσμα και το ασκιτικό υγρό ήταν 3.43 μg/ml (± 0.74) και 2.46 μg/ml (± 0.43) αντίστοιχα. Η μέση διείσδυση της μοξιφλοξασίνης στο ασκιτικόυγρό ήταν 74.63% (± 18.11%).Συμπέρασμα: Η μοξιφλοξασίνη επιτυγχάνει υψηλό ποσοστό διείσδυσηςστο ασκιτικό υγρό και οι απόλυτες συγκεντρώσεις σε αυτό είναι πολλαπλάσειςτων MIC90 έναντι του κολοβακτηριδίου (0.06 μg/ml), των στρεπτοκόκκων(0,12 μg/ml), σταφυλοκόκκων (0.06 μg/ml) και των εντεροβακτηριοειδών(0.12 μg/ml), με εξαίρεση την ψευδομονάδα (8 μg/ml) και τοεντερόκοκκο (4 μg/ml) καθιστώνας την αποτελεσματική τόσο στην θεραπείαόσο και στην προφύλαξη της ΑΒΠ.P250ΔΙΕΙΣΔΥΣΗ ΛΕΒΟΦΟΞΑΣΙΝΗΣ ΣΤΟ ΑΣΚΙΤΙΚΟ ΥΓΡΟ ΑΣΘΕΝΩΝ ΜΕΜΗ ΑΝΤΙΡΡΟΠΟΥΜΕΝΗ ΚΙΡΡΩΣΗΣ. Μεταλλίδης 1 , Γ. Λαζαράκη 2 , Α. Τσώνα 1 , Ι. Νικολαΐδης 1 , Β. Γώγου 1 ,Γ. Γερμανίδης 2 , Θ. Χρυσανθίδης 1 , Π. Νικολαΐδης 11Α΄ Παθολογική Κλινική, Τμήμα Λοιμώξεων, ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑ, 2 Α΄ Παθολογική Κλινική,Γαστρεντερολογικό Τμήμα, ΠΓΝΘ ΑΧΕΠΑΕισαγωγή: Η αυτόματη βακτηριακή περιτονίτιδα (ΑΒΠ) είναι μια συχνήεπιπλοκή της μη αντιρροπουμένης κίρρωσης με συνοδό ασκίτη. Η χρήσητων κινολονών έχει προταθεί τόσο για την χρήση όσο και για την προφύλαξητης ΑΒΠ. Λίγες μελέτες έχουν αξιολογήσει το βαθμό διείσδυσης τωννέοτερων κινολονών στο ασκιτικό υγρό.Σκοπός: Να μελετήσουμε τον βαθμό διείσδυσης της λεβοφλοξασίνης στοασκιτικό υγρό και να συσχετίσουμε τις συγκεντρώσεις της σε σχέση με τιςMICs των πιο κοινών παθογόνων.Υλικό-Μέθοδοι: Οχτώ ασθενείς 5 άνδρες και 3 γυναίκες με μέση ηλικία 49±7,29 έτη, που νοσηλεύτηκαν λόγω μη αντιρροπούμενης κίρρωσης εντάχθηκανστην μελέτη. Οι ασθενείς έλαβαν 500 mg λεβοφλοξασίνης IV μίαφορά την ημέρα για 3 συνεχόμενες ημέρες και την 4η μέρα της μελέτηςκαι 2 ώρες μετά την έγχυση του αντιβιοτικού ελήφησαν δείγματα αίματοςκαι ασκιτικού υγρού. Η μέτρηση των συγκεντρώσεων έγινε με την μέθοδοτης υγράς χρωματογραφίας υψηλής πίεσης.Αποτελέσματα: Την 4η μέρα της μελέτης (επίτευξη επιπέδου σταθερώνδόσεων) 2 ώρες μετά την έγυση της λεβοφλοξασίνης η μέση συγκέντρωσητης λεβοφλοξασίνης στο πλάσμα και το ασκιτικό υγρό ήταν 5.7 (± 0.72) και3.87 (± 0.7) αντίστοιχα. Η μέση διείσδυση της λεβοφλοξασίνης στο ασκιτικόυγρό ήταν 67.7 % (± 8.53 %).Συμπέρασμα: Η λεβοφλοξασίνη επιτυγχάνει υψηλό ποσοστό διείσδυσηςστο ασκιτικό υγρό και οι απόλυτες συγκεντρώσεις σε αυτό είναι πολλαπλάσειςτων MIC90 έναντι του κολοβακτηριδίου (0.25 μg/ml), των στρεπτοκόκκων(2 μg/ml), σταφυλοκόκκων (0.25 μg/ml) και των εντεροβακτηριοειδών(0.25 μg/ml), με εξαίρεση την ψευδομονάδα (4 μg/ml) καθιστώνας την αποτελεσματικήτόσο στην θεραπεία όσο και στην προφύλαξη της ΑΒΠ.ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):86P251ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΗΠΑΤΟΠΑΘΕΙΑΚ. Βασιλείου, Α. Ηλίας, Π. Ξιάρχος, Θ. Μάρης, Γ. Κοκοζίδης, Γ. ΚητήςΓαστρεντερολογική Κλινική Γ.Ν.Θ «Γ. Παπανικολάου»Σκοπός της αναδρομικής αυτής μελέτης ήταν η καταγραφή των περιστατικώνφαρμακευτικής ηπατοπάθειας που νοσηλεύτηκαν στην κλινική μαςτην τελευταία 5ετία.Ασθενείς – Μέθοδοι: Από τη μελέτη των φακέλλων νοσηλευθέντων ασθενώνμε ηπατικές παθήσεις τεκμηριώθηκαν 11 ασθενείς με φαρμακευτικήηπατοπάθεια, άνδρες 6, γυναίκες 5, μέση ηλικία 50 ετών (φάσμα 16 – 76).Σε όλους τους ασθενείς η διάγνωση ετέθη με βάση το ιστορικό λήψεωςφαρμάκου και πλήρη εργαστηριακό έλεγχο. Οκτώ ασθενείς υποβλήθηκανσε βιοψία ήπατος. Με βάση τις βιοχημικές διαταραχές ο τύπος της φαρμακευτικήςηπατοπάθειας ταξινομήθηκε ώς: χολοστατικός σε 5 ασθενείς μεενοχοποιούμενα φάρμακα αμοξυκιλλίνη + κλαβουλανικό οξύ, τικλοπιδίνη,νιμεσουλίδη, νορφλοξασίνη και energy drink, ηπατοκυτταρικός σε 5 με ενοχοποιούμεναφάρμακα τερβιναφίνη, ιντρακοναζόλη, σουλφαμεθοξαζόλη+ τριμεθοπρίμη, ισονιαζίδη και μεθοτρεξάτη και μικτός σε μία ασθενή πουέλαβε το αντισυλληπτικό δισκίο Nordette (αιθινυλοισταδιόλη + λεβονοεργεστρέλη).Με βάση τη βιοψία ήπατος 7 ασθενείς είχαν ενδοηπατική χολόστασημε ενοχοποιούμενα φάρμακα αμοξυκιλλίνη + κλαβουλανικό οξύ,νιμεσουλίδη, νορφλοξασίνη, energy drink, σουλφαμεθοξαζόλη + τριμεθοπρίμη,τερβιναφίνη, ιντρακοναζόλη και μεθοτρεξάτη. Μία μόνο ασθενήςείχε ιστολογική εικόνα ήπιας ηπατίτιδας με ενοχοποιούμενο φάρμακο τηνορφλοξασίνη. Η φαρμακευτική ηπατοπάθεια υποχώρησε σε όλους τουςασθενείς. Μέση διάρκεια νοσηλείας: 10 ημέρες (φάσμα 3 – 20). Σε 3 απ’ αυτούςχορηγήθηκε ουρσοδεοξυχολικό οξύ (UDCA) + μεθυλπρεδνιζολόνη, σε2 μόνο UDCA, ενώ 6 ασθενείς δεν έλαβαν φαρμακευτική αγωγή.Συμπέρασμα: Η φαρμακευτική ηπατοπάθεια είναι μια ασυνήθης αιτία νοσηλείας.Η διάγνωσή της απαιτεί τη λήψη λεπτομερούς ιστορικού και η έκβασήτης είναι συνήθως καλή.ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):86P252Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΒΙΟΨΙΑΣ ΗΠΑΤΟΣ ΣΤΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣΝΟΣΟΥ ΜΟΣΧΕΥΜΑΤΟΣ ΕΝΑΝΤΙ ΞΕΝΙΣΤΗΑ. Ηλίας 1 , Π. Σακάς 2 , Κ. Βασιλείου 1 , Π. Καλογιαννίδης 3 , Β. Τζάρου 2 ,Α. Μπέλτσης 1 , Δ. Καπετάνος 1 , Φ. Ιορδανίδης 2 , Θ. Μάρης 1 , Α. Φασσας 3 ,Γ. Κητης 11Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου», Θεσσαλονίκη,2Παθολογοανατομικό Εργαστήριο, Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου», Θεσσαλονίκη,3 Αιματολογικό Τμήμα, Νοσοκομείο «Γ. Παπανικολάου», ΘεσσαλονίκηΕισαγωγή: Η χρόνια νόσος μοσχεύματος έναντι ξενιστή (Graft versus HostDisease – GvHD) είναι μια πολυοργανική, αυτοάνοση νόσος που εκδηλώνεταιτο νωρίτερο 100 ημέρες μετά από αλλογενή μεταμόσχευση μυελούτων οστών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το χρόνιο GvHD έπεται τηςοξείας νόσου, ακόμα και αν η τελευταία έχει φαινομενικά αποδράμει. Τοήπαρ εμπλέκεται στις περισσότερες περιπτώσεις χρόνιας νόσου. Για τη διάγνωσηχρησιμοποιείται η βιοψία δέρματος και ήπατος, όπου υπάρχει κλινικήκαι βιοχημική υποψία.Σκοπός: Η αναδρομική καταγραφή των περιστατικών χρόνιου GvHD πουυποβλήθηκαν σε βιοψία ήπατος στη κλινική μας τα τελευταία 4 χρόνια.Ασθενείς – Μέθοδοι: Δέκα οκτώ ασθενείς, 10 άνδρες και 8 γυναίκες μεφάσμα ηλικιών 19 – 53 ετών, που παρουσίασαν τρανσαμινασαιμία μετάαπό αλλογενή μεταμόσχευση μυελού των οστών, παραπέμφθηκαν στηνκλινική μας προκειμένου να υποβληθούν σε βιοψία ήπατος. Διενεργήθηκεβιοψία ήπατος μετά από τον απαραίτητο εργαστηριακό και απεικονιστικόέλεγχο.Αποτελέσματα: Με βάση τη βιοψία ήπατος, η διάγνωση του χρόνιου GvHDτεκμηριώθηκε από την παρουσία ενδεικτικών ιστολογικών χαρακτηριστικών(ενδοκυττάρια χολόσταση, χολαγγειοπενία και εξοίδηση με πτυλοειδήεκφύλιση του κυτταροπλάσματος των ηπατοκυττάρων) σε 14 ασθενείς(78%), ενώ σε 4 ασθενείς (22%) διεγνώσθη φαρμακευτική ηπατίτιδα.Συμπεράσματα: Ο ρόλος της βιοψίας ήπατος είναι καθοριστικός στη διάγνωσητου χρόνιου GvHD και συμβάλλει.αποφασιστικά στην περαιτέρωαντιμετώπιση αυτού.ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):86ANNALS OF GASTROENTEROLOGY 2007;20(Suppl):86