13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

και το χτύπησε κάτω, κι αμέσως παρουσιάζονται οι τρεις αραπάδες. «Στιςδιαταγές σας, Μεγαλειοτάτη!» «Να πάρετε αυτόν τον τρελό και να τον πετάξετεέξω».Έτσι ο τεμπέλης βρέθηκε πάλι στο δρόμο. Τι να κάνει, πηγαίνει πάλι στηγριά μάνα του. «Μάνα, θέλω παράδες!». «Δεν έχω, πιδάκι μ', σ' είπα, τοσπίτ' το 'καψες, τι να σι κάνω!» Ξαναπήγε ο τεμπέλης στα χαλάσματα καισκάλιζε τη στάχτη. Βρήκε μια παλιά δεκάρα και την έριξε στην τσέπη του.Αυτή όμως βρόντησε στην άδεια του την τσέπη και ο τεμπέλης με μεγάλη τουχαρά είδε ότι η μια δεκάρα έγιναν δυο. Τις ξαναρίχνει στην τσέπη του και έγιναντέσσερες, οι τέσσερες οκτώ κι όλη την ημέρα ο γιος ης γριάς έκαμνε λεφτά.«Αμ, τώρα να δει η βασιλοπούλα τι θα την κάνω!» Ξαναντύθηκε πάλι τακαλά του, μάζεψε τους φίλους του κι άρχισε να διασκεδάζει γύρω από το παλάτιμε τα καλύτερα φαγητά και τα πιο σπάνια κρασιά.Η βασιλοπούλα που τον είδε απόρησε, χτύπησε το σίδερο και διέταξε τουςαραπάδες να της τον φέρουν επάνω. «Καλά», του λέει, «το σίδερο το έχω εγώκι εγώ διατάζω τους αραπάδες, πού βρήκες πάλι τα λεφτά;» «Δεν στο λέω, θαμε παντρευτείς πρώτα και θα σ' το πω». «Σου υπόσχομαι πως θα σε παντρευτώ,αν μου πεις πώς βρίσκεις τα λεφτά». Ο τεμπέλης, που είχε αδυναμία στηβασιλοπούλα, την πίστεψε και της έδωσε τη δεκάρα λέγοντας: «Να, αυτή ηδεκάρα, όταν τη ρίχνω στην τσέπη μου γίνονται δύο, την ξαναρίχνω γίνονταιτέσσερες, την ξαναρίχνω κι οι τέσσερες γίνονται οκτώ κι έτσι μπορώ σε μια μέρανα έχω πολλούς παράδες».Αφού πήρε τη δεκάρα η βασιλοπούλα διέταξε τους αραπάδες και τον πέταξανμε τις κλωτσιές έξω. Έπειτα ανέφερε στο βασιλιά όλα όσα είχαν γίνει. Οβασιλιάς τρομοκρατήθηκε και, επειδή σκέφτηκε ότι ήταν ο πιο επικίνδυνος άνθρωποςστη χώρα του, έβαλε διπλούς σκοπούς σ'όλες τις πόρτες του παλατιούκαι τους διέταξε: «Κι απ' έξω αν δείτε αυτόν τον τρελό να περνά, να τον σπάσετεστο ξύλο!»Οι φρουροί τον έπιασαν, τον μαστίγωσαν και ο τεμπέλης, που αγαπούσεόμως τη βασιλοπούλα, γύρισε πάλι στη γριά μάνα του, που ξενοδούλευε τώρα,για να ζητήσει πάλι λεφτά. «Μάνα, θέλω παράδες!» «Δεν έχω πιδάκι μ', τινα σι κάνω, όσα παίρνω είναι μόνο για το φαγητό μας, δούλεψε κι εσύ για ν'αποχτήσειςπαράδες».Ο τεμπέλης, που δεν είχε δουλέψει ποτέ στη ζωή του, ξαναπήγε πάλι σταχαλάσματα μήπως βρει καμιά άλλη δεκάρα. Έψαξε όλη τη μέρα, αλλά δενβρήκε τίποτ' άλλο παρά μια μισοκαμένη σκούφια. «Καλή είναι κι αυτή», λέεικαι τη φόρεσε στο κεφάλι του. Απογοητευμένος πήρε το δρόμο για τη φτωχήτου την καλύβα, που η γριά την είχε κάνει με κλαδιά. Μπαίνει μέσα και τηςλέει: «Μάνα, είμαι καλός;» «Πού είσι, πιδάκι μ', δε σι γλέπου». «Έχασες ταμάτια σ', βρε μάνα, γέρασες». «Όχι, πιδάκι μ', όλα τα γλέπου, αφού μαγειρεύου,μονάχα εσένα δεν γλέπου». Ο τεμπέλης έβγαλε τη σκούφια και η μάνα

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!