13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Εκεί που 'πιανεν πρώτα πέντε γρόσα, τώρα έπιανεν δεκαπέντε, είκοσι. Μέρανμε την ημέραν επολλαίνισκαν οι μουστερήδες*. Μονάχον το καημένον το παιδίνέφερνεν βόλταν τον καφενέν. Τότες έβγαλέν τον ο καφετζής μισθόν εκατόνγρόσα τον μήναν. Εγίνην η μάνα του καλά κι επερνούσαν μια χαρά.Μιαν ημέραν εκειδά το βραδινόν επήγεν εις τον καφενέν ένας ντερβίσης μεμια γενειάδαν άσπρην σαν το παμπάκιν, εχτύπησεν εις το τραπέζιν. Ευτύς τοπαιδάκιν (ας πούμε πως το 'λεγαν Κωστάκιν), ευτύς το Κωστάκι σβέλτον,ήρτεν ομπρός του. «Τι αγαπάς, κύριε;» λέει. «Έναν καφέν κι έναν νεργελέν»λέει ο ντερβίσης. Ευτύς το Κωστάκι πιάνει τον πια καλόν και τον πια καθαρόννεργελέν, πλυνίσκει τον τουμπεκίν και φέρνει τον εις τον ντερβίσην, ύστερα τονκαφέν. Σαν εφουμάρισεν ο ντερβίσης κι ήπιεν και τον καφέν του, πιάνει ένανμαχμουτιέ* χρυσόν κι αφήνει τον κάτω από το πιατάκιν του καφέ και σηκώνεταικαι φεύγει χωρίς να προφτάσει το Κωστάκιν να τον δώσει τα ρέστα. Ηύρεντο Κωστάκιν τον μαχμουτιέ, επήγεν τον εις τ' αφεντικόν του, και τον είπενπως ο ντερβίσης έφυγε χωρίς να πάρει τα ρέστα. Την άλλην ημέραν την ίδιανώραν επήγε πάλε ο ντερβίσης, εζήτησεν τον καφέν και τον νεργιλέν και σανεφουμάρισεν, πιάνει πάλε έναν μαχμουτιέ χρουσόν, αφήνει τον κάτω από τοπιατάκι του καφέ και φεύγει. Το Κωστάκιν εκείνην την ώραν έκαμνεν καφέδεςκαι δεν επρόφτασε πάλε τον ντερβίσην. Επήγεν τον μαχμουτιέν εις τ' αφεντικόντου. Την άλλην ημέραν να σου πάλιν κι έρχεται ο ντερβίσης, διατάσσειέναν καφέν και έναν νεργελέν. Σαν επήγεν τον νεργελέν το Κωστάκι, λέει στονντερβίσην: «Κύριέ μου, έχεις δύο φορές που αφήνεις από έναν μαχμουτιέ χρουσόν.Να πω στ' αφεντικό μου να σε δώσει τα ρέστα». «Όχι», λέει ο ντερβίσης,«δεν θέλω τίποτις. Μόνον εγώ θέλω εσέναν να σε πάρω κοντά μου να σε κάμωάρχονταν και, αν θέλεις να έρτεις μαζί μου, άφησ' τον καφενέν και πάμεν απότώρα στα παλάτια μου». «Πώς ημπορώ», λέει το Κωστάκι, «να κάμω μιαντέτοιαν δουλειάν χωρίς τη διαταγή της μητέρας μου; Να της το πω, κι αν μ'αφήνει, μετά χαράς». «Αύριον», λέει ο ντερβίσης, «να με φέρεις χαμπάρι».Το βράδυν επήγεν το Κωστάκι στην μητέραν του, είπεν όσα τον είπεν ο ντερβίσης.«Άνοιξε», λέει του, «Κωστάκι μου, τα μάτια σου κι αυτός είναιν Τούρκος».«Μη φοβάσαι», λέει, «μητέρα μου, γιατί εγώ δεν είμαι απ' εκείνα ταπαιδιά που θα με γελάσει». «Τότες», λέει η μητέρα του, «άτε γιε μου στηνευχή μου και στην ευχήν του Χριστού και της Παναγίας». Την άλλην ημέρανεπήεν το Κωστάκιν εις τον καφενέν, είπεν εις τ' αφεντικόν του να βρει άλλοπαιδί, γιατί αυτός θα φύγει. Το ίδιο βράδυν ήρτεν πάλε ο ντερβίσης, εφουμάρισεντον νεργελέν του, ήπιεν τον καφέν του, κι εσηκώθη κι έφυγε μαζί με τοΚωστάκι. Πάσιν, πάσιν, μιαν ημέρα, δυο μέραις, πού κιτέρ, ταχά κιτέρ, επεράσασιβουνά, λαγκάδια, έρχουνται έναν κάμπο μεγάλον, ίσαμ' εκεί που φτάνειτο μάτι σου. Στην μέσην του κάμπου ήταν ένας πύργος αθεόρατος, μονόπετρος,χωρίς πόρτες και χωρίς παναθύρια. Αυτός ο πύργος ήταν στη μέση 'νούςπεριβολιού σαν κάστρο. «Αν μπορείς», λέει ο ντερβίσης, «να σαρτάρεις μέσ'

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!