13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

Έριχνε λοιπόν στάχτη και, όπου έριχνε, γινότανε κρέας, έτσι έγινε το σώμα τηςκοπέλας, αλλά ψυχή δεν είχε κι έλεγε με το νου του ο Νικολάκης: «Τι θα τοκάνει τώρα αυτό το σώμα, πώς θα το πάμε στο βασιλιά». Τότε ο καλόγεραςπροσευχήθηκε στον Θεό, τη σταύρωσε και της έβαλε ψυχή. Μετά τη βοήθησεκαι τη σήκωσε όρθια. Ο Νικολάκης γέλασε, χάρηκε κι αγκάλιασε τον καλόγερακαι τον φιλούσε και του έλεγε: «Πάτερ καλόγερα, Θεός είσαι και βάζειςψυχή στους ανθρώπους;» Και λέει ο καλόγερας: «Πήγαινε στο βασιλιά, ναπεις να έρθει ένα αμάξι, να πάρει τη βασιλοπούλα, να έρθει μαζί και μια δούλαγια να την πάει στο λουτρό και μετά θα την πάρουν στο παλάτι».Τρέχει λοιπόν ο Νικολάκης και με μεγάλη χαρά λέει στο βασιλιά: «Η κόρησας έγινε καλά, μόνο θέλω ένα αμάξι και μια δούλα για να πάν' στο λουτρόκαι μετά να 'ρθουν στο παλάτι». Τον ρωτά ο βασιλιάς τι είναι ο κόπος των. ΟΝικολάκης όμως απαντά ότι θα συνεννοηθεί με τ' αφεντικό και θα πάγει νατου πει. Πήγαν, πήραν τη βασιλοπούλα και την πήγαν στο λουτρό, μετά τηνπήγαν στο παλάτι. Άμα χτύπησαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, ο βασιλιάς κιη βασίλισσα μείναν αναίσθητοι από τη χαρά τους. Όλη η πολιτεία πανηγύριζετη γιατρειά της βασιλοπούλας. Ο Νικολάκης πάει τρεχάλα να ρωτήσει τονκαλόγερα τι πληρωμή θέλει. «Θέλω να μου κάμει ένα καράβι όλο μαλαματένιο».Τότε τρέχει ο Νικολάκης και το λέγει στο βασιλιά κι αυτός παράγγειλεένα καράβι μαλαματένιο στους κουγιουμτζήδες.Ο Νικολάκης έκανε παρέα στο βασιλιά, στη βασίλισσα και στη βασιλοπούλα,που τον αγαπούσε πολύ, το βράδυ όμως πάλι γύριζε στην καλύβα στονκαλόγερα. Μέσα σε δέκα μέρες το καράβι ήταν έτοιμο στην προκυμαία και τοπαραδώσαν στον Νικολάκη. Το βράδυ του είπε ο καλόγερας ότι θα φύγουν καινα πάει να χαιρετίσει το βασιλιά. Πάει κι αυτός, τους αποχαιρετά. Έκλαιγανόλοι που θα έφευγε ο Νικολάκης. Μπήκαν λοιπόν στο καράβι, έλυσαν παλαμάρικαι φύγαν. Η φουρτούνα ήταν μεγάλη και κινδυνεύσαν να πνιγούν. Ο καλόγεραςστεκόταν στο τιμόνι, ο Νικολάκης φοβόταν μη βουλιάξει το καράβικαι το χάσει. Πάν' κι αράξαν σ' ένα βουνό ακατοίκητο, που ήταν όλο βράχιακαι λέει ο καλόγερας: «Νικολάκη, πήγαινε να κουβαλήσεις λίγες πέτρες γιασαβούρα και να φύγουμε». Αφού κουβάλησε τις πέτρες, έφυγαν κι από κει καιπήγαν σε μια μεγάλη πολιτεία κι αράξαν.Ο Νικολάκης ήταν κουρελιασμένος. Του λέει ο καλόγερας: «Πάρε μια πέτρααπ' αυτές που κουβάλησες κι έβγα να πας να ψωνίσεις». Λέει με το νουτου ο Νικολάκης: «Άκου τι λέει ο καλόγερας, να πάρω την πέτρα να πάγω ναψωνίσω». Αλλά τις πέτρες τις είχε ευλογήσει ο γέρος κι είχαν γίνει διαμάντια.Όταν πήρε την πέτρα και βγήκε έξω, τρέχαν κατόπι τ' κι Έλληνες κι Εβραίοικι άλλοι και τον ρωτούσαν: «Πόσο πουλάς την πέτρα;» Τότε πονηρεύτηκε οΝικολάκης και την πούλησε πεντακόσιες χιλιάδες. Πηγαίνει σ' ένα ραφτάδικοκαι παίρνει το καλύτερο κοστούμι και παίρνει κι ένα ρολόγι, καπέλο, μπαστουνάκικι άλλα. Αφού ντύθηκε καλά, πάει σ' ένα εστιατόριο να φάει. Μόλις

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!