13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

και τον επαρακαλούσεν να την χαρίσει το σαμαντανάκιν. «Πράμαν που δεν γίνεται»,λέει, «αν θέλεις, βασιλοπούλα μου, να το έχεις, έπαρ' με άντραν να το'χουμεν μαζίν». Από δω την είχεν, από κει την είχεν, εκατάφερέν την, εστεφανώθηντην. Εκείνη είπεν εις τις δούλες της να μην το πούσιν και το ακούσειο πατέρας της και την σκοτώσει. Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, γκαστρώνεταιη βασιλοπούλα! Μια από τις δούλες, πιστή στον βασιλέαν, που είδεν τηνβασιλοπούλαν γκαστρωμένη, πηαίνει μιαν ημέραν εις το παλάτιν και λέει στονβασιλέα: «Βασιλέα μου πολλοχρονεμένε μου, το κεφάλι μου στα πόδια σου,δεν έχω πόδια να σταθώ και γλώσσα να μιλήσω». «Τι τρέχει;», λέει ο βασιλέας.«Τι να τρέχει», λέει, «πολλοχρονεμένε μου, η βασιλοπούλα είναι γκαστρωμένη!»«Γκαστρωμένη;» λέει. «Γκαστρωμένη, αφέντη βασιλέα μου».Τότες επήεν να σκάσει ο βασιλέας από τον θυμόν του. Φανάζει την δωδεκάδαντου και τους λέει: «Η κόρη μου η βασιλοπούλα μας επρόσβαλεν όλους, λοιπόνπρέπει να βγάλουμε το ιλάμιν της και να την αποκεφαλίσει ο τζελάτης. Τι λέγετεσεις;» Είπεν ο ένας και ο άλλος την γνώμην του και αποφάσισαν όλοι νασκοτωθεί η βασιλοπούλα. Ένα γεροντάκι λέει στο βασιλέα: «Βασιλέα μουπολλοχρονεμένε, γέννημάν σου είναι, μη έμπεις εις το κρίμαν της. Παρά νατην σκοτώσεις, κάλια να την αφήσεις εις την κρίσην του Θεού. Κάμε ένα βαρέλιμεγάλο, βάλε μέσα φαγιά, νερό για πέντε έξι χρόνια, βάλε και αυτήν μέσα,ρίξε την εις την θάλασσαν και ό,τι θέλει ο Θεός ας την κάμει». Αυτή η γνώμηεφάνην πια καλή και αποφάσισαν να την βάλουν στο βαρέλι, να την ρίξουνστην θάλασσαν.Ας αφήκουμεν αυτούς και ας έρτουμεν εις το Κωστάκιν. Έμαθεν το καημένονπως θά 'ρτει ο βασιλέας και θα τους σκοτώσει. Εφοήθην πολλά. Μια βραδιάναφήνει τον πύργον της βασιλοπούλας της γυναίκας του, κατηβαίνει στογιαλό, βρίσκει μια βάρκα, μπαίνει μέσα, ισσάρει τα πανιά και δω πάν' οι ξένοι.Το σαμαντανάκιν είχεν το η γυναίκα του. Ερμένιζεν ένα μήνα, δυο μήνες,ένα χρόνο, δυο χρόνια, έσωσεν κι απόσωσε σε μιαν ερημιάν, μήτε πουλίν πετάμενονδεν εβρίσκουταν. Σύρνει τη βάρκαν του όξω, χαλά την, κάμνει μιαπαράγκα, και πότε με τα χορταράκια, πότε με τα ψαράκια επερνούσεν τονμαύρον του τον καιρόν. Μέραν την ημέραν επήαινεν πια μακρά, έβρισκεν ζώα,έγδερέν τα, έκαμνεν τις προβιές φορέματα κι εντύνουνταν. Έσπειρεν ένα χωράφι,ημέρωσεν κάμποσα δέντρα, τι τα θέλεις, εφέντη μου είσαι, επερνούσενιμιά ζωή σαν ασκητής.Ας αφήκουμεν αυτόν εις τ' ασκηταριόν του κι ας έρτουμε εις την βασιλοπούλαν.Ο βασιλέας εδιάταξεν κι εκάμασιν ένα βαρέλιν πολύ μεγάλον, εβάλασινμέσα παξουμάδια, νερά, ρύζια, κρέατα παστά, ψάρια παστά, λάδια, λογιώντων λογιών προβεντζιά, ρούχα, στρώματα, εβάλαν και την βασιλοπούλανκι ερίξαν τη στη θάλασσαν. Όλος ο κόσμος έκλαιε, γιατί την αγαπούσασινπολύ. Εξεπελάγησεν το βαρέλιν. Εγέννησεν η καημένη μέσα ολομόναχη, έκαμενέναν παιδί που έλαμπε σαν τον ήλιο. Επαρηβοριούταν με το παιδίν της.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!