13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

έν' οι γονιοί του, τζαι το βασιλόπουλλομ πως έν' αρφός του. Εγίνην ένας νέοςψηλός, όμορφος τζαι παλληκάριμ 'πο 'ν είσεγ κανέναν να του μοιάσει.Μιαν ημέραν σαν εκάθετουμ ο γιος της λιοντάρενας μέσ' τογ καβενέν,άκουσε δκυο μεθυσμένουςτζ'ελαλούσαν για τογ γιόν του βασιλέα, πως έν' ναχαρτωθεί, αμμά ο βασιλέας εν ιξέρει ποιαγ κοπέλλαν να του δώκει, τζαι πωςη καλλύττερη κοπέλλα που του ταιρκάζει έν' η αφίλητη, αμμά πκοιος έν' οάξιος πο' ν να του τηφ φέρει. Κανένας εν ημπορεί να τηφ φέρει, γιατί θέλει μηάλημπαλικαρκάν τζαι μηάλην εξυπνάδαν τούτ' ή δουλειά.Ο γιος της λιοντάρενας ότι Τζ' άκουσεν έτσι, εσκέφτην να πάει τζείνος ναφέρει την αφίλητην. Επήεν έσσωτζ'είπεντο τ' αρφού του,τζ'άρεσέντου, Τζ'εποφάσισεν να πάει τζαι τζείνος μιτά του. Είπαν το του βασιλέα Τζ' εδέχτηντζαι τζείνος. Επκιάαν τους αππάρους* τους τζαι την ευτζήν του βασιλέα τζ'ελαμνίσαν.Λάμνε, λάμνε, εφτάσα σε μιαμ πολιτείαμ που 'σεγ γύρου- γύρου κάστρατζαι πόρτες σιερένες με τους πορτάρηες Τζ' εγλέπαν τζείνους που μπαίνουμ μεςστημ πολιτεία. Πάσιν τζαι τούτοι να μπουμ μέσα, επκιάσαν τους οι πορτάρηεςνα τους πάρουν εις τόβ βασιλέαν. Αρωτούσιν είντα τρέσει, λαλούν τους έτσιδιαταήν έχουμ' 'πού τοβ βασιλέαν, επειδής αρώτησεν έναμ μάοντζ' είπεν τουπως εν νά 'ρτει ένα ξένομ παλικάριν να τον ικσοτώσει τζαι να πκιάσει το βασίλειόντου. Άμα τους επήραν εις το παλάτιν τζ' είδεν τους ο βασιλέας, είπεν τουγιου της λιοντάρενας, να τομ παντρέψει με τηγ κόρην του τζαι να του δώκει τοβασίλειόν του. Ο γιος της λιοντάρενας εν εδέχτην. «Εγιώ», λαλεί του, «βασιλέαμου, ελάμνισα να πάω να φέρω την αφίλητην τ^ εσού λαλείς μου να πάρωτηγ κόρης σου τζαι να παραιτήσω; Εν τον αλλάσσω το σκοπόμ μου. Έδωκατολ λόομ μου».Υστερα ο βασιλέας επρότεινεν του βασιλόπουλουτζ'εδέχτηκεν. Ο γιος τηςλιοντάρενας εθυμώθηκεν. Λαλεί του: «Ελαμνίσαμεν να πάμεν να φέρομεν τηναφίλητην να σε παντρέψομεν,τζ'εσούεπαραίτησες να τημ πάρεις τούτη;» Τέλοςπάντων να μεν τα πολλυλοούμεν, το βασιλόπουλον επαντρύτημ με τηγ κόρηντου βασιλέα τζείνου, τζ'ο γιος τη λιοντάρενας εκαλλίτζεψεν τον άππαρόντου τζ' ετράβησεν. Την ώραμ που 'φευκεν, είπεν του βασιλέα: «Αήννω τον αρφόμμου στα σέρκα σου. Άμ πάθει τίποτε, πο 'ν να στραφώ, έν' να λοαρκαστούμεν».Υστερις 'πού λλίον τζαιρόν ό,τι φταίσιμον τζ'αντου 'βρεν ο βασιλέας τζείνοςτου βασιλόπουλου, έβαλεν το φυλακήμ με πως ήτουγ γαμπρός του. Ο γιοςτης λιοντάρενας έφτασε σε μιαν άλλημ πολιετίαμ που 'σεμ πόλεμο. Τρί' αδέρκιαεπολεμούσαμ μέραν νύχτα με σιλιάες στρατόν. Επήεγ κοντά στα τρί' αδέρκιατζ'ετάνυσέντους.Άμα ετάβρησεν το σπαθίν τουτζ'εβούρησεμπάνω τους,πά' στο στρατόν τζείνον, εππέφτασιχ χαμαί σαν τα δεμάδκιατζ'εγέμωσεν οκάμπος. Όσοι εγλιτώσαν, από φύει, φύει. Ο πόλεμος ετέλειωσεν τζαι τα τρί'αδέρκια εκαλέσαν τογ γιον τη λιοντάρενας να του κάμουν τραπέζι. Σαν ετρώαν

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!