13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

θα περάσομε» του λένε. Πάνε την άλλη μέρα ούλοι. Τους παίρνει τσαι καθίντζουνεσ' ένα δωμάτιο. Αυτοί ηβλέπανε. Ήλεε ο ένας με τον άλλο: «Ούτεφουού (φουφού) φαίνεται ούτε κατσαρόλα, ζια να δούμε είντα θα μας εκάμουνε».Έρτσεται το μεσημέρι, φέρνει ο ζέρος το μαντηλάτσι τσαι φωνάντζει:«Μαντηλάτσι μου, σε θέλω». Βλέπουν, παιδί μου, τσαι στρώνεται ένα τραπέντζιμε του Αβραάμ τα καλά. Καθίντζουνε τσαι τρώνε ούλοι τους. Ηκάτσανεμετά τσαι ηκουβεντζιάζανε. Ήρτε η ώρα να φύουνε. Ο ζέρος είχε ξεχάσει τομαντηλάτσι επάνω στο τραπέντζι. Με τη φασαρία - που τονέ χαιρετούσανε -εν είχε μπροσέξει πως ήχασε το μαντηλάτσι. Το 'χε 'ρπάξει ο δήμαρκος τσ'ήφυε πρώτος τσαι στον τόπο που ήτονε του ζέρου είχε βάλει το δικό του. Τοβράδυ πααίνει να πσάσει το μαντηλάτσι του, φωνάντζει: «Μαντηλάτσι μου, σεθέλω», τίποτα αυτό. Πσος δέρνεται, πσος χτυπσέται; ο ζέρος. Τρέχει τσαι πάειστου δημάρκου. «Δώσε μου το μαντηλάτσι μου τσαι πάρε το δικό σου».«Άντε φύε από δω, παλιόζερε», τσαι τονέ διώξανε με τις κλωτσές. Πάει στοσπίτι του, ητελειώνανε από την πείνα, πααίνει στο χωράφι, ανεβαίνει πάλιφύλλο-φύλλο, βλέπει πάλι τον ήλιο με το φεγγάρι να μαλώνουνε τα ίντζα του.Τος έπε πάλι ο ζέρος: «Ο ήλιος τη μέρα τσαι το φεγγάρι τη νύχτα». «Μπράβο,ζέρο, έτσι είναι», του δίνουν πάλι μια όρνιθα, κατεβαίνει και λέει: «Είντανα την κάμω εγώ την όρνιθα;» Ώσπου να κατέβει, ο κόρφος ήτονε ζεμάτος λίρες.Πάει πάλι στης γρζάς του. «Έλα, κακομοίρα γρζα, να χαρούμε τσαι νατρώμε κάθε μέρα αντί κουτσουλιές λίρες». Ηπλούτησε τώρα ο ζέρος τσαι λέειτης γρζάς του: «Τώρα θα τηνέ πάω στο χρουσοφό να μου τηνέ μαλαματώσει».Τηνέ πάει στο χρουσοφό. «Θέλω να μου τηνέ μαλαματώσεις». «Πολύ ευκαρίστως»,κάνει ο χρουσοφός. Του τηνέ 'φήνει τσαι φεύζει ο ζέρος. Το πρωί πουησηκώθητσε ο χρουσοφός, είντα να δει! Αντί κουτσουλιές ο τόπος ζεμάτος λίρες.Αυτή είναι καλή, ηστσ' έφτητσε. Είντα να κάμει; Πσάνει μια από τις διτσέςτου τσαι τηνέ μαλαματώνει τσαι παίρνει αυτός την όρνιθα του ζέρου, που ήκανετις λίρες.Έρτσεται ο ζέρος. «Έτοιμη είναι η όρνιθά μου;» «Έτοιμη είναι», λέει οχρουσοφός. Πλερώνει ο ζέρος τον γκόπο του τσαι φεύζει.Ώσπου να έρτει σπίτι του, ο κόρφος του ήτανε ζεμάτος κουτσουλιές. Στρέφειπίσω τσαι του λέει: «Εν είναι αυτή η όρνιθά μου». «Άντε φύε από δω, παλιόζερε».Τσαι τόνε ντζιώχνει. Πααίνει στης γρζάς του. «Αμέ, ε φτάνει που'κανε τις λίρες, μονάχα ήθελες να τηνέ μαλαματώσεις», τον έβαλε ετσείνημπροστά, του ντζιάβασε κάμποσα. Ητρώανε κάνα ντζο μέρες, ύστερα ηπεινούσανεπάλι.Πάει πάλι φύλλο-φυλλο, 'νεβαίνει στην κουτσά. Ημαλώνανε πάλι ο ήλιοςμε το φεγγάρι. Τους ξεχωρίντζει. «Τώρα, είντα θέλεις να σου δώσομε, ζέρο;»

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!