13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

πεις θα στου φέρ' σου λεπτό». Κι αμέσους διατάζω «Θέλω φαγιά, θέλω ψητά,θέλω κρασιά, αυγά κι τούρτις κι γλυκά». Ήρθαν στη στιγμή φαγιά, κρασιά κιστουλίστικι τραπέζι πλούσια κι καλά. Έπειτα λέει: «Θέλω φορέματα για τηνιναίκα μ' κι τα πιδιά μ' κι τα πιο ακριβά στουλίδια κι του σπίτι μ' να γίνει παλάτι».Κι έγινι αμέσους κι κόντεψαν να τρελαθούν απ' τη χαρά τς. Τότε άρχισαννα χτυπούν οι καμπάνες για το Χριστός Ανέστη. Αμέσους ντύθηκαν κιστολίστηκαν κι πήγαν στην εκκλησιά.Η αδερφός η πλούσιος στέκουνταν αντίκρυ στην πρώτη θέση. Μόλις γύρισεκι τους είδι ταράχτηκι κι κλωνίστικι στα πόδια τ', γιατί η φτουχός κι η φαμιλιάτ' ήταν καλύτερα ντυμένοι απ' αυτόν. Η πλούσιος δεν μπορούσι να σταθείαπ' την ουργή ντ'. Οι φτουχός κι η ιναίκα τ' κι τα πιδιά τ' ύστερα απ' του ΧριστόςΑνέστη γύρισαν να φύγν' αλλά τους δτάνι η πλούσιος κι τους λέει: «Καλά,ισείς πού τα βρήκατ' ετούτα τα καλά; Έρχουμι στου σπίτς σας να σαςιδώ».Μόλις έφτασι εκεί τα έχασι απ' ό,τι έγλεπεν. Στου τόπου της καλύβας τουφτουχού ήταν ένα παλάτι καλύτερο απ' του δικό τ'. Μέσα όλα έλαμπαν στουχρυσάφι κι ασήμι. Κι κάτι φαγιά! Αχ τι φαγιά! Τι μυρουδιές του γαργάλιζαντη μύτ'. Τότε η πλούσιος λέει τ' αδερφού τ': «Θέλω να μου πεις του μυστικόσ'. Πού τα βρήκις όλα αυτά τα αγαθά;» «Καλά», του λέει η φτουχός, «το μυστικόμ' είνι αυτή η βέργα, που ό,τι τη διατάζου του κάν' στη στιγμή». Ηπλούσιος αρπάζ' τη βέργα κι φεύγει αμέσως κι πάει κι ναυλών' ένα καράβ' κιπαίρνει τη ιναίκα τ', τα πιδιά τ' κι τη βέργα να πάει μακριά να βγάλει λεφτάμακριά απ' του αδερφού τ' που του πήρι τη βέργα.Στου βαπόρ' χρειάστηκε λίγο αλάτι κι λέει στη βέργα: «Θέλω αλάτι».Αλλά δεν είπι πόσον αλάτι θέλει. Άρχισε λοιπόν να γεμίζει του βαπόρ' αλάτικι όλο βάρυνε κι άρχιζε να βολιάζει από του βάρους. Η καπετάνιος φώναζε:«Κίνδυνος, χανόμαστε, πνιγόμαστε!» Κι του βαπόρ' όλο βάρυνε, ως που βρήκετουν πάτου μαζί με τουν πλούσιο και τι φαμιλιά τ'. Η φτουχός τουν έχασικι μαζί μ' αυτόν έχασι και τη βέργα τ'. Κληρονόμιασε όμους του βιο του πλούσιουαδερφού τ' κι έζησε σαν άρχουντας κι ακόμα αρχοντεύει.ΛΦ 484, 24-25. Παραλλαγή από τη Σιάτιστα που αφηγήθηκε η Καλλιόπη Τζίρκα,ετών 70.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!