13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

βασιλιάς: «Εκατό χιλιάδες». Του δίνει τις εκατό χιλιάδες ο βεζίρης για να πάρειτον Νικολάκη. Τ' αγκάλιασαν, το φίλησαν οι γονείς του και το παίρνει ο βασιλιάςκαι το πάει στο βεζίρη. Το παιδί ήταν κοντά είκοσι χρονών.Σ' εκείνο το μέρος ήταν ένας βαθύπλουτος κι είχε μια κόρη και κοίταζεποιο καλό παιδί θα βρει για να τη δώσει. Ο βεζίρης, που είχε κι αυτός δικότου γιο, σκεφτόταν να δώσει τον δικό του στην πλούσια. Ένα πρωί, φωνάζεικαι τα δυο παιδιά και τους λέγει: «Ακούτε, παιδιά, να σας πω, τώρα είσαστεπαλικάρια, μπορείτε να φύγετε να πάτε για εμπόριο, θα σας δώσω από εκατόχιλιάδες και θα φύγετε. Όποιος γυρίσει πρώτος κι έχει περισσότερα λεφτά, σ'εκείνον θα δώσουμε την πλούσια κοπέλα». Αλλά ο βεζίρης έδωσε κρυφά περισσότεραλεφτά στο γιο του. Του βεζίρη ο γιος επειδή είχε πολλά λεφτά, έφυγεστο εξωτερικό με πλοία. Ο Νικολάκης έφυγε με τα πόδια. Βγήκε στην ερημιά,περπατούσε κι έφτασε σε μια βρύση και λέγει: «Δεν καθίζω σ' αυτήν τη βρύση,να πιω λίγο νεράκι και να φάγω και ψωμάκι και τυράκι και να βαδίσω;» Μόλιςκάθισε, βλέπει έναν καλόγερα από μακριά να 'ρχεται και σκέφτηκε να περιμένεικαι τον καλόγερα για να φάγει κι εκείνος λίγο, γιατί φαντάστηκε ότιθα 'ταν πεινασμένος. Ο καλόγερας μόλις έφτασε κοντά στον Νικολάκη του λέγει:«Καλημέρα, τέκνον μου». «Καλώς τον πάτερ καλόγερα». Κάθισαν ναφάνε. Ο καλόγερας είπε: «Έχω, παιδί μου, φαγητά» κι ανοίγει έναν τουρβάκαι του 'πε να φάει, γιατί αυτός ήταν χορτάτος. Έφαγε μ'ευχαρίστηση ο Νικολάκης.Άμα έφαγε ο Νικολάκης, ρώτησε: «Πού πας, πάτερ καλόγερα;»«Πάω να μαζέψω λεφτά για την πανήγυρη του Αϊ Νικόλα».Και τότε ο Νικολάκης θυμήθηκε ότι για τη χάρη του Αγίου τον πουλήσανκι αυτόν οι γονείς του και σκέφτηκε: «Ας δώσω κι εγώ από τα λεφτά μου» κιέβγαλε τριάντα χιλιάδες και του τις έδωσε. Τα πήρε ο καλόγερας κι έφυγε.Άρχισε πάλι ο Νικολάκης και περπατούσε μες στα δάση. Νύχτωσε, ξημέρωσε,βρέθηκε πάλι μπροστά σε μια βρύση. Κάθισε να φάει, βλέπει κι έρχεταιπάλι ένας καλόγερας με γένια μακριά κι έναν τουρβά στην πλάτη του. «Έλανα φάμε από το ψωμάκι μου». «Εγώ, παιδί μου, έχω φαγητά» και βγάζειαπό τον τουρβά του τα καλύτερα φαγητά και φάγαν. Ρωτάει ο Νικολάκης:«Πού πας, πάτερ καλόγερα;» «Πάω να μαζέψω λεφτά για την πανήγυρη τουΑϊ-Νικολα». Βγάζει ο Νικολάκης και δίνει άλλες τριάντα χιλιάδες. Ξεχώρισανπάλι κι έφυγαν. Βάδιζε ο Νικολάκης, πού θα βρει πολιτεία να εργασθεί.Βλέπει ένα πηγάδι, πάει να βγάλει νερό και πάλι να σου ένας καλόγερας, καιλέγει: «Ας περιμένω να 'ρθει κοντά». Του δίνει ο καλόγερας ένα μπακιράκιγια να βγάλει νερό. Έφαγαν, ήπιαν κι όταν ρώτησε ο Νικολάκης, πάλι ο καλόγεραςτου είπε ότι πήγαινε να μαζέψει λεφτά για την πανήγυρη του Αϊ-Νικόλα.Δεν δέχτηκε όμως τα λεφτά που του πρόσφερε ο Νικολάκης και του λέγει:«Σ' είδα ότι είσαι καλό παιδί και θέλω να σε πάρω να δουλέψουμε μαζί,αλλά ό,τι σου λέγω, όχι δε θα λες». Τότε ξεκίνησαν και πάνε σε μια πολιτείακαι κάναν μια παραγκούλα σε μιαν ακροθαλασσιά.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!