13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

βούλα, κι έφυγε με τον αράπη" και πήγαν στη θάλασσα κι έφκιακαν ένα παλάτιμε τη βούλα και ζούσαν μαζί κει κοντά στη θάλασσα. Σαν έφυγ' η βασλοπούλαμε τον αράπη, πήγ' η γάτα και σγουτρίβονταν και μιαούριζε και τουέλεγε: «Τι έχεις, αφέντη;» «Τι να 'χω, γάτα μου;» της λέει, «τούτο και τούτοέπαθα" τη νύχτα που κοιμόμουν, μου πήρε τη βούλα ο αράπης και τη γυναίκακι έφυγε». «Τσώπα, αφέντη», του λέει η γάτα, «εγώ θα σου τη φέρω'δώσ' μου το σκυλί, να το καβαλικέψω, και να πάνω να πάρω τη βούλα». Τότεςτης δίνει το σκυλί, το καβαλικεύει η γάτα και περνάει τη θάλασσα. Κι εκείπου πήγαινε στο δρόμο, βρίσκ' ένα ποντίκι και του λέει: «Αν θέλεις να σουγλιτώσω τη ζωή, να χώσεις την ουρά σου μέσα στη μύτη του αράπη, όνταςκοιμάται». Το ποντίκι την έχωσε και τότες ο αράπης φταρμίστηκε και πέφτειη βούλα, που την είχε κρυμμένη στη γλώσσα του. Την αρπάζ' η γάτα και καβαλικεύειτο σκυλί. Κι εκεί που έπλεαν στη θάλασσα, λέει το σκυλί της γάτας:«Έτσι να ζήσεις, γάτα, στέκα να δω κι εγώ ψίχα τη βούλα!» «Τι να ιδείς,μωρέ;» Και καθώς πήρε το σκυλί τη βούλα, του πέφτει στη θάλασσα και τηναρπάζει ένα ψάρι κι έγινε χιλιοπλούμπιστο. Τότες η γάτα λέει του σκυλιού:«Τι μου 'καμες, λέλε μου! Πώς να πάνω στον αφέντη μου δίχως βούλα; Έλατώρα, να σε καβαλικέψω!» Και το καβαλίκεψε πάλι και πήγε κει που ήταναραγμένα τα καράβια. Και σ' εκείνο το καράβι, που κόνεψαν, ο καραβοκύρηςείχε πιάσει το ίδιο ψάρι. Η γάτα εσγουτρίβονταν και μιαούριζε πάλι, κι ο καραβοκύρηςείπε: «Μωρέ, τι καλή γάτα που μας ήρθε' βράδυ θα πάνω στο σπίτι,να φκιάσω τούτο το ψάρι, και θα της ρίξω τ' άντερα, να τα φάει».Εκεί που καθάριζε το ψάρι και τσ' έριχνε τ'άντερα, πέφτ' η βούλα και τηναρπάζ 5 η γάτα" καβαλικεύει το σκυλί, και πάει στον αφεντικό της. Σαν πήγ' ηγάτα κι είδε τον αφεντικό της χολιασμένο, μιαούριζε «μάου, μάου». Κι ο αφέντηςσαν την είδε: «Την έφερες, μωρ' γάτα», της λέει, «τη βούλα;» «Την έφερα,αφέντη», του λέει, «μόνε να σκοτώσεις το σκυλί, γιατί την έριξε στη θάλασσακι έπαθα τόσα κακά, όσο να την εύρω πάλι», και του διηγήθηκε όλαόσα έπαθε. Τότε αυτός πήρε το τουφέκι να το σκοτώσει, μόν' η γάτα πάλι τονεμπόδισε και του είπε: «Άφσε το τώρα, γιατ' εφάγαμε τόσον καιρό μαζί ψωμί.Και τότες αυτός το άφησε. Υστερα πήρε τη βούλα και την έζηψε, κι έρχεται οαράπης και του λέει: «Τι προστάζεις, αφέντη;» «Τώρα να φέρεις το σαράγι,που 'ναι στη θάλασσα, εδώ», του λέει. Αμέσως ο αράπης το έφερε. Το παιδί'μβήκε μέσα, βρίσκει τον αράπη, που κοιμόνταν με τη βασλοπούλα, και τονσκότωσε. Υστερα πήρε τη γυναίκα του κι έζησαν όλη τη ζωή τους καλά.Jean Pio, Νεοελληνικά παραμύθια (Contes populaires grecs), Copβλιοθήκη Ιστορικών Μελετών 1966, σ. 26-30. Παραλλαγή από το Καπέσοβο.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!