13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

σε η Marianne Klaar στην Κάσο, στις 15. 12. 1964. Αφηγητής ο σαρανταπεντάχρονος ΔημήτριοςΦιλιππής, από την Καθίστρα Αγίας Μαρίνας.Παραλλαγή δεύτερη. Το ορφανό καρπούζιΜια φορά και έναν καιρό, μπήκαν Γερμανοί σε ένα χωριό. Όλοι έφυγαναπό το χωριό, μονάχα έμεινε ένα παιδί με την αδερφή του και είχαν και έναάλογο. Το άλογο αυτό, ό,τι το έλεγαν, έκανε. Ένα πρωί σηκώθηκαν και λένεστο άλογο: «Θα φύγομε και θα πηγαίνεις εκεί που θα σου λέμε εμείς. Τι λες;»«Θα αποφασίσομε ναι, να φύγομε» απάντησε το άλογο.Μπαίνουν καβάλα και οι δυο και προχωρούν. Πήγαν μακριά, πολύ μακριά,έφτασαν σε άγνωστο τόπο, μέσα σε ένα λόγκο. Εκεί βρίσκουν ένα σπιτάκι.«Εδώ θα καθίσομε», λένε. Μια γριούλα τους λέγει: «Παιδιά μου, μην κάθεστε».«Γιατί, γιαγιά;» απαντούν τα παιδιά. «Γιατί αυτού κάθονται δράκοικαι θα σας φάν'». «Πού είναι οι δράκοι τώρα, γιαγιά;» «Είναι πέρα μακριά σεένα χωριό, να βρουν τίποτα να φάν' το βράδυ».Εκεί που τα λέγανε αυτά, ξεκουμπάει ένας δράκος στην πόρτα, έρχοντανζαλκωμένος κρέατα. Κοιτάει επάνω στο τζάκι, βλέπει άλλους δυο που καθόνταν.«Α, α! Άλλος φρέσκος μεζές ετούτος», είπε και όρμησε να τους φάει.Τότε του δίνει μια με το σπαθί του το παιδί και τον εσκότωσε. Μπήκαν και οιάλλοι μέσα και τους εσκότωσε όλους με το σπαθί του και τους πήρε και τουςπέταξε όλους σε ένα λαγκάδι. Ήταν σαράντα δράκοι και όλους τους εσκότωσε,σε έναν μόνο δεν είχε βγει η ψυχή του ακόμη. Πήγε η κοπέλα και τον εσίμωσε,τον έβαλε επάνω στο νταβάνι και τον περιποιόνταν ως ότου γίνει καλά.Ο αδερφός της κάθε πρωί πήγαινε στο κυνήγι. Ένα πρωί σηκώθηκε ηαδερφή του και του λέγει: «Αδερφούλη μου, σήμερα δεν θα πας πουθενά».«Γιατί;» απαντά εκείνος. «Γιατί δεν μπορώ». «Τι θέλεις να γίνεις καλά;»«Θέλω το αθάνατο νερό». Ήθελε να τον ξεκάνει τον αδερφό της, γιατί ο δράκοςείχε γίνει καλά και ήθελε να τον πάρει άντρα της.Το αθάνατο νερό ήταν μέσα σε δυο βουνά που άνοιγαν και έκλειναν. Όποιονέκλειναν μέσα, χανόταν. Λέει στο άλογο το παιδί: «Θα πάμε, αλογάκιμου;» «Θα πάμε», απάντησε εκείνο. Μπαίνει καβάλα στο άλογο και ξεκινούν.Στο δρόμο που πήγαιναν βρίσκουν ένα λαγκάδι πολύ βαθύ. Εκεί ήταν ένας βασιλιάς.«Για πού πηγαίνεις, καλόπαιδο;» «Πηγαίνω για το αθάνατο νερό. Τιλες, θα μπορέσω να το βρω;» «Αχ, παιδάκι μου, εκεί που είναι το αθάνατο νερό,δεν μπορεί κανένας να το πάρει». «Εγώ θα πάω και θα το φέρω». «Εάν τοπάρεις το νερό, θα σε κάνω παιδί μου, θα σε στεφανώσω με την κόρη μου».Και επήγε εκεί που ήταν το νερό και λέει στο άλογο: «Θα τρέξεις όσο μπορείς,για να μην μας κλείσουν μέσα τα βουνά, γιατί θα χαθούμε». Έβγαλε το

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!