13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

τιμ π' αναγιώθην ο γιος τη λιοντάρενας. Πκιάννει την αφίλητην τζαι παίρνειτην του βασιλέα. Όσον τζαι θωρεί την ο βασιλέας λαλεί του: «Αφού την έφερεςγια το γιομ μου, τζ'ογιος μου επήρεν άλλην, 'έν να τημ πάρω γιω». Η μάϊσσαπού να δεχτεί έτσι πράμαν.Μιαν ημέραν ο γιος τη λιοντάρενας επήεν εις το παλάτιν,τζ'έμπηκεντζειμέσα που 'χασιν τα λιονταρούδκια βαωμένα, να τα δει. Ο βασιλέας ήτουχ χωσμένοςτζ'έβκαλέντουτ' αμμάδκια του τζαι τα δκυο, έβαλέν του τα μες στημπούγκαν του, τζ'επρόσταξεν τους δούλους του τζ' ερίψαν τομ μέσα σ' έναλλάκκο ξερόν να πεθάνει 'πού τημ πείνα. Τα λιονταρούδκια, αφούτις ήτουν αέρκιατου, όποτε τους αννοίασιν να δκιανεφτούν νάκκον, επηαίνναμ 'πό πάνω'πού τολ λάκκοντζ'ελαλούσαντου να μεμ μαραζώνειτζ''έν'να του παίρνουφφαΐν να τρώει. Είπεν τους τζαι τζείνος να του παίρνουν τζαι νερόν. Τα λιονταρούδκιαηύρασιν έναγ καλότζιν του βοσκού γεμάτον νερόν,τζ'επκιάσαντο τζ'επήραν του το. Ο βοσκός είδεν τα λιονταρούδκια πώς επκιάσαν το κολότζιντουμ τζ' έτρεξεν ταπισόν τους. Άμα έφτασεν τζαμαί στολ λάκκοντζ'είδεμπωςέσει πλάσμαμ μέσα, έβκαλεν τογ γιον της λιοντάρενας τζ'επήρεν τον έσσωτου. Ο βοσκός εξάννοιξέν τομ 'πό τζει 'πό δα, τζ' είπεν του την ιστορίαν του,τζ'επαρακάλησέν τον να τον πάρει στο παλάτιν της μάισσας πού ήτουν τζαφίλητη.Επήεντζ'επήρεντον, αμμά που είσεν ησυχίαν η μάϊσσα. Καθ' ημέρα επολέμανμε το στρατόν του βασιλέα, τζ'οπόλεμος 'εν ετέλειωννεν. Μιαν ημέρανη αφίλητη εποφάσισεν να πάει με τες δούλες να δουν τημ μάϊσσαμ που πολεμάμε το στρατόν του βασιλέα. Ο γιος τη λιοντάρενας άκουσέν τοτζ'έθελεννατομ πάρουν μιτά τους. Τζείνες ελυπηθήκαν τον τζ' επήραν τον. Ότι τζ'είδεντον η μάϊσσα, είπεν τους να τομ πάρουν πά' στο βουνόν τζαι να τον αήκουμμανιχόν του. Επήραν τον. Σαν εκάθετουν τζαμαί, επήασιγ κοντά του δκυο πεζούνιατζ'είπαντουπως 'έν' να του σύρου δκυο φτερά τζαι να τα πκιάση. Άματα πκιάσει, να βκάλει 'πού τημ πούγκαν του τ' αμμάδκια του, τζαι να τα βάλειστον τόπο τους. Άμα τα βάλει, να τα αλείψει με τα φτερά τζ' 'έν' να γειάνει.Έτσι ήτουν. Όπως του είπαν τα πεζούνια έκαμεν,τζ'έΐνηκεντέλεια καλά.Εσηκώστην τζ' επήεν ολόισια τζαμαί που πολέμαν η μάϊσσα. Τζείν' την ώρανεπολέμαν τζ'οβασιλέας. Όσοντζ'είδεντον ο γιος τη λιοντάρενας, βουτά μετο σπαθίν του, εσκότωσέν τον. Ο πόλεμος ετέλειωσεν τζ' ο γιος τη λιοντάρεναςεπαντρεύτηκημ με την αφίλητην,τζ'έπκιασεντο βασίλειον δικόν του. Έμεινεντζ' η μάϊσσα μιτά τους,τζ'άηκάτους τζείνους τζει καλάτζ'ήρταδα τ^ ηύρασας εσάς καλλύτερα.Ν. Κληρίδης, Κυπριακά παραμύθια III, σ. 69-75. Παραλλαγή από τον Αγρό της Κύπρου.Αφήγηση Αννεζού Χατζησάββα, 80 ετών.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!