13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

πιάνει και γράφει γράμμα και ιστοράει όλα στον πατέρα της και το δένει στο λαιμότου περιστεριού και το αφήνει και φεύγει.Έρχεται το περιστέρι, πιάνει, ανοίγει, διαβάζει το γράμμα ο βασιλιάς κιέφριξε ο νους του. Αμέσως βγάζει διαλάλημα, όποιος είναι άξιος να πάει ναγλιτώσει την κόρη του, να του τη δώσει γυναίκα και να του δώσει και το βασίλειο.Είχε και μιά γριά κι είχε δέκα παιδιά κι ήταν κυνηγοί και καλά παλικάρια.Τη φωνάζει ο βασιλιάς και της λέει: «Δεν μπορούν τα παιδιά σου να γλιτώσουντην κόρη μου;» Του λέει η γριά: «Να μου κάμεις, βασιλιά μου, δέκα φορεσιέςρούχα» και τις παίρνει και φεύγει.Πάει στο σπίτι της, κρεμά έξω από την πόρτα τη μια φορεσιά, έρχεται ομεγάλος της γιος, τη ρωτά: «Τι είναι τούτα τα ρούχα;» Του λέει: «Αν μουπεις την παλικαριά σου, είναι δικά σου». Της λέει: «Εγώ ξέρω τα πάνταόλα».Δίνει σ' εκείνον τη μια, κρεμά και την άλλη τη φορεσιά. Έρχεται κι ο δεύτερος,ρωτά κι εκείνος, λέει κι εκείνος την παλικαριά του, πως με τη ράβδοτου σχίζει το βουνό. Δίνει και σ' εκείνον την άλλην, έρχεται κι ο τρίτος, λέει κιεκείνος την παλικαριά του, πως είναι επιτήδειος κλέφτης. Παίρνει κι εκείνοςτην άλλη, έρχεται κι ο τέταρτος, λέει πως πετροβολά τον κόσμο από τη μιαμεριά στην άλλη. Έρχεται κι ο πέμπτος, λέει πως κάμνει δάσος να μη μπορείνα περνά μυρμήγκι. Ο άλλος κάμνει ψηλό βουνό, ο άλλος μπρος στεριά καιπίσω θάλασσα. Ο άλλος λέει πως ρίχνει σαΐτα, φαίνεται για δε φαίνεται τοπουλί, και το κτυπά. Ο άλλος λέει πως δίνει ψυχή στον πεθαμένο.Τότε τους λέει η μάνα: «Να πάτε, παιδιά μου, να φέρετε του βασιλιά τηνκόρη και θα σας κάμει μεγάλες χαρές. Λένε αυτοί: «Μετά χαράς».Σαν ξημέρωσε, σηκώνονται, πιάνουν το δρόμο. Τους λέει ο μεγάλος, πουήξερε τα πάντα όλα: «Σ' αυτό το βουνό είναι». Πάνε, σκίζει το βουνό ο δεύτερος,βρίσκουν την κόρη, κι ήταν ο όφις τυλιγμένος πάνω της. Εκείνος που 'τανεεπιτήδειος κλέφτης, έπιασε σιγά-σιγά και ξετύλιξε την κόρη, χωρίς να νιώσειο όφις. Πιάνει κι ο άλλος και εκσφεντονίζει το ένα του παπούτσι στη μιανάκρη του κόσμου και το άλλο στην άλλην άκρη και παίρνουν δρόμο.Σαν πήγαν παρακεί, λέει ο μεγάλος: «Ξύπνησε ο δράκος και πήγε να φέρειτα ποδήματά του και τα 'φερε, κι έπιασε τη στράτα». Κάμνει ο άλλος αμέσωςτο δάσος, έρχεται ο δράκος με τσάπες και μπαλτάδες και σου κάμνει το δάσοςγης μαδιάμ. Σαν τον είδανε, κάμνει ο άλλος ανάμεσα το ψηλό το βουνό, πάειο δράκος με τσάπες και κασμάδες, σκορπίζει το βουνό. Σαν φάνηκε, κάμνει οάλλος μπρος στεριά και πίσω θάλασσα. Αρχίζει ο δράκος με τουλούμια καιτρόμπες, αδειάζει τη θάλασσα. Αμέσως κάμνει ο άλλος τον ψηλό πύργο καιμπαίνουν μέσα όλοι. Τότε έρχεται ο δράκος και χλιμιντρά από το θυμό του,τους λέγει: «Βρε σκυλιά, δείξτε μου τουλάχιστο το δαχτυλάκι της!» Λέει εκείνοςπου ήξερε τη σαΐτα: «Ας την ιδεί». Αυτός, που 'δε το δαχτυλάκι της, τη

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!