13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

προς τα εδώ;» Είπε κι ο τρίτος αδερφός: «Είχε μόνο ένα μάτι;» «Ναι», είπε οαγωγιάτης. «Δεν το είδα», είπε το τρίτο παιδί. Και τότε ο τρίτος αγωγιάτηςμάλωσε με το τρίτο παιδί και του είπε: «Αφού δεν το είδες, πώς ξέρεις ότι έχειένα μάτι;» Και τότε άκουσαν τις φωνές τα αδέρφια του, και ήρθαν κοντά κι οιάλλοι αγωγιάτες κι όλοι μαζί πήγαν στο δικαστή.Μόλις έφτασαν στο δικαστή, τους ρώτησε αυτός: «Εσείς για ποιο λόγο ήρθατε;»Οι αγωγιάτες του είπαν: «Χάσαμε τα άλογά μας, και το ένα ήταν φορτωμένομέλι, στο άλλο καθόταν μια γριά και το τρίτο είχε μόνο ένα μάτι. Αυτοίοι τρεις τα είδαν και τους ρωτήσαμε και το αρνήθηκαν». Τότε ο δικαστήςρώτησε τον μεγάλο: «Αφού δεν το είδες, πώς ήξερες ότι ήταν φορτωμένο μέλι;»Είπε κι ο μεγάλος: «Εγώ δεν είδα άλογο φορτωμένο με μέλι. Είδα μέλιχυμένο στο δρόμο, κι είπα, τρυπήθηκε ο τενεκές και χύθηκε το μέλι». Υστεραρώτησε ο δικαστής τον δεύτερο αδερφό: «Αφού δεν είδες το άλογο, πώς ήξερεςότι πάνω του καθόταν μια γριά;» Είπε κι αυτός: «Πήγα στο πηγάδι κι ήτανένα σημάδι από χέρι στη λάσπη και είπα, κάποια γριά θα κατέβηκε κι έβαλετο χέρι της στο τσαμούρι, για να σηκωθεί». Ρώτησε και τον μικρό ο δικαστής:«Εσύ δεν είδες το άλογο. Πώς ήξερες ότι είχε μόνο ένα μάτι;» Είπε κι εκείνος:«Εγώ δεν είδα το άλογο. Στο δρόμο που ερχόμασταν είχε σιτάρι, και στη μιαπλευρά ήταν φαγωμένο κι είπα, από εδώ πέρασε ένα άλογο κι είχε ένα μάτι,κι όπου έβλεπε αυτό το μάτι, από κει πήγε κι έφαγε».Τότε τους είπε ο δικαστής: «Πηγαίνετε στη δουλειά σας. Αυτοί δεν είδαν ταάλογα. Πηγαίνετε να ψάξετε για τα άλογά σας». Εκείνοι έφυγαν και παρέμειναντα τρία παιδιά που πήγαν να ρωτήσουν το δικαστή ποιος πήρε την κάσα με τιςλίρες. Ο δικαστής είπε στο δούλο του: «Βάλ' τους στο καλό δωμάτιο και μετάπήγαινε στον τσοπάνη, να σου δώσει ένα αρνί, και ψήσ' το στο φούρνο».Έδωσε ο τσοπάνος το αρνί και το μεσημέρι τους έβαλε ο δικαστής να φάνεκαι είπε στο δούλο του: «Στάσου κοντά στην πόρτα, να ακούσουμε τι λένε αυτάτα τρία παιδιά». Καθώς έτρωγαν τα τρία αδέρφια, λέει ο μεγάλος: «Αυτότο κρέας, αδέρφια, δε μυρίζει σκύλο;» Κι ο δεύτερος αδερφός είπε: «Και τοψωμί, πεθαμένον δε μυρίζει;» Κι ο μικρός είπε: «Κι ο δικαστής είναι μπάσταρδος.Ο πατέρας του δεν ήταν στεφανωμένος με τη μάνα του!»Ο δούλος ό,τι άκουσε πήγε και το είπε στο δικαστή. Ο δικαστής έστειλετότε το δούλο του να πάει να φωνάξει τον τσοπάνη. Σε λίγο ήρθε ο τσοπάνηςκι ο δικαστής τον ρώτησε: «Τι αρνί μου έστειλες;» Είπε κι εκείνος: «Αρνί,πρόβατο. Μια δυο φορές βύζαξε τη σκύλα — είχε ένα θηλυκό σκυλί ο τσοπάνης- γέννησε αυτή και πήγε το αρνί και βύζαξε».Ο δικαστής δεν είπε τίποτ' άλλο. Έστειλε κι έφεραν το φούρναρη και τουείπε: «Τι αλεύρι ζύμωσες; Από πού είναι το ψωμί που μας έστειλες;» Είπε τότεκι ο φούρναρης: «Θερίσαμε στάχυα από το νεκροταφείο και μ' αυτά κάναμεψωμί». Ο δικαστής δεν μπόρεσε να πει τίποτα. Σηκώθηκε και πήγε στη μάνατου. «Μάνα, πες μου με ποιον με έκανες. Ό,τι θέλει ας είναι, μόνο πες μου

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!