13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

το κρασί, βουλώνει τονέ το κοπέλι στο κούτελο με το δαχτυλίδι κι απόκει κάν'αυτός πως θα πάει όθε το χωριό κι απόκει γιαγέρνει και πάει στη χώρα. Ταδεταχτέρουμετρούνε τσι λαγούς, βγάνουν τσι μόνο τριανταεννιά. Μετρά τσι και τοκοπέλι ένα ένα αραδιαστά, βγάνει τσι σωστούς.Απείτις το 'καμε δα τουτονά το ζήτημα, του λένε πως: «Αλλονένα ζήτημαθα σου πούμε, κι ανέν το κάμεις θα σου δώσομε τη βασιλιοπούλα. Αλλιώς καιδεν το κάμεις, θα σε κουτσοκεφαλίσουμε». Λέει το κοπέλι: «Είντα ζήτημα είναιαυτό;» Λέει: «Να μασέ γεμίσεις τρία χαράρια ψώματα». Λέει: «Ας είναι.Ανεμάζωξε ταχτέρου το λαό σου όλο στην πλατέα, να 'ρθω κι εγώ να γεμώσωτα τρία χαράρια ψώματα». Βγάνει ο βασιλιάς τελάλη κι εφώνιαζε στη χώρα ν'ανεμαζωχθούνε στην πλατέα, που θέλει ο βασιλιάς να τωσέ πει. Ανεμαζώνεταιο λαός όλος στην πλατέα και πάει και το κοπέλι. Δακέρνει δα το κοπέλι καιτσι ήλεγε πως: «Ο βασιλιάς μ' έβαλε να του βλέπω σαράντα λαγούς σαράνταμέρες, κι απάνω στσι σαράντα μέρες να τσι σφάξει, να μου κάμει το γάμο μου,κι απάνω στσι τριάντα μέρες έρχεται ο ξένος βασιλιάς, και ήκαμα τον αδιάφορο,πως δεν τον εγνώρισα και του λέω, πού πας, κουμπάρε; Λέει, επάε σε τουτονέτο χωριό έχω εδικούς και πάω να τσι δω. Μόνο, ανέ θες να μου δώσειςένα λαγό, να σου δώσω πεντακόσα φλουριά. Και ήδωκά του το λαγό μα τονεβούλωσα στο κούτελο και, σαν δεν το πιστεύετε, σύρετέ του το φέσι απάνω,να δείτε τη βούλα». Λέει τότ' ο λαός: «Ψώωωματα!». Πιάνει αυτό το 'να χαράριγεραερά κι ανοίγει το και γεμίζει το ψώματα κι απόκειας το δένει και τ'αφήνει στη μια μπάντα, και πιάνει τ' άλλο. «Κι απόκειας έρχεται κι ο γιος τουαπάνω στσι τριανταέξε μέρες, και του 'καμα κι αυτηνού το ίδιο και, σα δε μουτο πιστεύγετε, σύρετέ του απάνω το φέσι, να δείτε τη βούλα». Λέει ο λαός:«Ψώωωματα!» Γεμώνει και τ' άλλο σακί και δένει το κι αφήνει το στη μπάντα.Πιάνει και τ'άλλο. Ως το 'πιάσε, το 'νιώσε ο βασιλιάς πως ήθελε πει καιγι' αυτόν και του λέει: «Άστο, παιδάκι μου, αυτονά να μην το γεμώσεις καιφτάνουνε τα δυο που γέμωσες».Του λένε δα, απείτις το 'καμε και τουτονά, λέει: «Σ' ένα σπίτι θα σασέ βάλομεκαι τσι τρεις μονοπάντας, και με όποιο βρεθεί η βασιλοπούλα την ταχινή,με τα κειονονά θα τηνέ βλοήσομε». Λέει το κοπέλι: «Ας είναι». Αρμηνεύγουνεαυτοί του βασιλιόπουλου και τση βασιλιοπούλας πως: «Όλο μαζί να πηαίνετε,να μη θέλετε το κοπέλι να σασέ σιμώσει κιαολιάς. Και να ξανοίγεις, ό,τι κάνειτο κοπέλι να κάνεις κι εσύ, γιατ' είν' αυτός κατεργάρης, να μη σου κάμει καμιάδουλειά». Πάει και το κοπέλι κι αγοράζει ένα γυαλάκι κανελόλαδο και τοβάνει στην τζέπην του. Κι ως τσι βάλανε μέσα στο σπίτι και τσι σφαλίξανε,καθίζει το κοπέλι 'πό πίσω στην πόρτα κι εγκόμιαχε κι απόκειας ελείφουν τονέτο κανελόλαδο. Γρικά τονέ δα το βασιλιόπουλο, λέει του: «Μωρέ είντα κάνειςατουδά;» Λέει (με συμπάθειο): «Χέζομαι κι αλείφομαι». Καθίζει και το βασιλιόπουλοκι εκατούργενε κι απόκειας ελείφουν τονέ (του 'χανε δα λεομένα,ό,τι κάνει το κοπέλι να κάνει κι αυτός). Πάει ύστερα να σιμώσει τση βασιλιοπούλα

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!