13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

καλόγνωμος πάλε τον λυπήθην, έβγαλε τον έδωκε πέντε λίρες, όταν είδιε πού έχαδελφό τ' παράδια ήθελε να μάθ' πού τα ηύρεν, μια μέρα ήρτε και τον παρακάλσενα τον πει το μέρος και να πάγ' κι ετός να πάρ' λίρες. Ο καλόγνωμοςτον είπεν: «Άμα τελειώσουν τα παράδια μ' θα πάμ 'ντάμα. Τέλειωσαν τα παράδιατ', τον λάλησε και πήγαν στους δράκους, σέμαν' απέσω, γιόμωσαν τιςτζόπες των, ο μέγας πήρε διπλά ας τον άλλον, βγήκαν όξω και ήρταν στο σπίτιτων. Άμα ο μέγας κρυφά την άλλην μέρα παίρ' ένα δισάκι και παγαίν' πάλε,σέμην απέσω, γιόμωσεν το δισάκι τ', ύστερα όταν ήθελε να φύγει αντίς ναπει: «Θύρα μ', θύρα μ', σιδηριώνας, όπως σφάλιξες ν' ανοίξεις κι ύστερα νακαλοκλείσεις», είπε: «Θύρα μ', θύρα, μ' σιδηριώνας, όπως άνοιξες να κλείσειςκι ύστερα να καλοκλείσεις».Η θύρα, αντί να 'νοίξει, μανταλούτον κι άλλο πολύ πόμνεν. Απ' έσω τα'χασεν, όσω έλεγεν: «Όπως άνοιξες να κλείσεις κι ύστερα να καλοκλείσεις», ηθύρα μανταλούτον, που κι αν λέσκεν σωστά πάλε δεν θ' ανοίγωτον. Να μη ταπολυλογούμεν βράδυνε. Ακούει απ' όξω που 'ρταν οι δράκοι, φορτωμέν' φλωρί,ύστερα ο πρώτος δράκος είπε: «Άνοιξε, θύρα μ', άνοιξε κι ύστερα πάλεσφάλιξε». Αμά πού ν' ανοίξ' η θύρα, ήταν χίλια φοράς κλειδωμέν', γιατί ο φιλάργυροςαδελφός είπε: «Χίλια φοράς όπως άνοιξες να κλείσεις κι ύστερα νακαλοκλείσεις». Ο πρώτος εκεί τότες είπεν: «Εγώ δεν σας είπα εδώ έρχεταικλέφτης και σεις με λέσκετε ποιος μπορεί νά 'ρτ' εδώ, το είδιετε αδαρά τίχαλαέρχουνται. Οι άνθρωπ' είν' πιο διαβολεμέν' ας τους δράκους, αμά πιάνουνταικι εύκολα, να ζιούμ' τίχαλα να γλυτώσ' αδαρά» και σε μιας ούλοι οι σαράνταβρέχυσταν τάμα είκοσι πέντε φοράς και η θύρα άνοιξε, γιατί είκοσι πέντε γρόσιαθειάνουν χίλια παράδια και γρόσι έχ' σαράντα παράδια, και σαράντα δράκοιείκοσι πέντε φοράς νίσκεται χίλια φοράς. Να μην τα πολυλογούμε, σανάνοιξεν η θύραμ παγίντζεν (λιποθύμησε) ο φιλάργυρος, τον ξύψαν', τον ρώτσαν'πόσα φοράς ήρτεν κι εκείνος είπε: «Εγώ δεν φταίβω, ο αδελφό μ' φταίβ',εκείνος μ' έφερεν», τον ρώτζαν πού έν' ο αδελφό τ' και κείνος είπε το χωριό τ'και το σπίτι κι οι δράκοι ύστερα τον έπιασαν, τον έσκισαν' ας τη μέσ' και τονποίκαν δύο κομμάτια κι ύστερα τον κρέμασαν στην θύρα απάνω, το 'να το μέροςας τα δεξιά και τ' άλλο ας τα ζερβιά. Υστερα είπεν ο μέγας: «Και τον άλλοντ'άλλο σήμερα διανταρό σαν τελειώσωμεν πο 'χομεν το 'ργο πρέπ' να πάμ'στο χωριό τ' να τον σκοτώσοωμε, γιατί αν το μάθουν κι άλλοι ύστερα, γλυτωμόδεν έχομ'».Ας το σπίτι του φιλαργύρ' φύλαξαν πεντέξι μέρες, σαν είδιαν που δεν ήρτεν,παγαίνουν στον αδελφό τ' και τον ρωτούν, εκείνος ρώτζεν: «Πού πήγε;» «Εκείπου πήγετε μια φορά 'ντάμα», τον λένε, σευτύς χτύπεν' το κεφάλι τ' κι είπε:«Ποιος τον είπεν να πάγει' μοναχό τ, να πάγω να διώ πού πήγε. Γιατί θέλεσεννα ποίκ' ας εμέν' κρυφάς πράγματα». Τον παρακάλσαν να πάγ' να διεί τινότον', κι ετός σηκώθην' την άλλη μέρα, πήγεν εκεί και είδιεν τον αδελφό τ'απάνω στην θύρα. «Αχ αδελφέ», είπε, «η φιλαργυρία σ' σ' έφαγε». Μούλωσεν

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!