13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

λίρες, παίρνει την σκούνα. Το βράδυ επήε μέσα, όλην την νύχταν άφτε, σβήνεκεριά, άφτε σβήνε κεριά, έκαμεν τη σαβούραν από μαχμουτιέδες. Τα σχοινιάόλα, τα μπράτσα, τα ξάρτια, όλα από σύρμα, τ' αντενοκάταρτα αντίζια, αι κοπέλεςτων καταρτιών από μάλαμαν, η φιγούρα μαλαματένια, πίσω της πρύμνηςτα στολίσματα χρυσά. Τι τα θέλεις, δεν εβρίσκουταν εις τον κόσμον τέτοιασκούνα. Έβαλε μέσα δυο κανόνια, επήρεν την πατέντα κι έφυγεν. Ησκούνα επετούσε. Σε δυο μέρες αριβάρισεν εκεί που 'ταν η γυναίκα του και τοπαιδίν του, βάζει τους μέσα κι ενοίξαν του πελάου.«Τώρα», λέει η γυναίκα στον άντραν της, θα με κάμεις, Κώστα μου, μιαχάρη». «Τι χάρη θέλεις, γυναίκα;» «Θέλω να πάμεν εις το βασίλειον του πατέραμου». «Μετά χαράς». Φωνάζει το λοστρόμον, λέει του πού θα πάν'. Ματην αλήθεια, εξέχασα να σας πω πως είπεν εις τους ναύτες του πως είναιν έναβασιλόπουλο με τη γυναίκαν του και το παιδίν του και σιργιανίζει τον κόσμοόλον. Δεν επέρασαν δεκαπέντε, είκοσι μέρες και αριβάρισεν εις το βασίλειοντου πατέρα της. Άμα ήμπεν η σκούνα στο λιμιόνα, διατάσσει η βασιλοπούλανα ρίξουν εκατόν κανονιές. Οι άνθρωποι της χώρας βλέπουν ιμιά σκούνα ολόχρυσηννα μπαίνει στον λιμιόναν και κανονάρει. Εκατήβαν όλος ο κόσμος νασουργιανίσει τη σκούναν που έστραφτεν από τα πολλά χρουσάφια. Ο βασιλέαςνα δει μιαν τέτοιαν σκούναν εκατάλαβεν πως ήταν βασιλική και ευτύς εδιάταξεννα κανονάρει το κάστρον εκατόν κανονιές, να σκουπίσουν τους δρόμους, ναστρώσουν δάφνες, που θα περάσει ο ξένος βασιλέας. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις,μεγάλες ετοιμασίες, ο κόσμος όλος ήταν στο πόδιν. Εκειδά να σου καιβγαίνει μια βάρκα ολόχρυση από την σκούναν. Επήε, έδωκεν πατένταν ο λοστρόμοςκαι είπεν πως το δείνα βασιλόπουλο με τη γυναίκαν του και με τοπαιδίν του ταξιδεύγουν για σουργιάνι. Τότες ο βασιλέας της χώρας ερμάτωσενιμιά βάρκαν, επήρεν τη δωδεκάδαν του και επήεν να προαπαντήσει το βασιλόπουλομες στην σκούναν του. Άμα τους είδαν κι έρχουνταν, εκρύφτην η βασιλοπούλα.Ενήβην πάνω στην σκούναν ο βασιλέας, εξιπάστην από την πάστρανκι από το χρουσαφικό! Εχαιρετιστήκασιν, εμίλησαν καμιάν ώραν κι ήβγεν οβασιλέας από τη σκούναν κι επήεν εις το παλάτιν. Ήβγεν και το Κωστάκιμουνάχον, εγήμισεν πέντε σακούλες μαχμουτιέδες, τις τρεις να της δώσει χάρισμανεις τον βασιλέαν, τις άλλες τις δύο εράντιζέν τας εις το δρόμον από δωκι από κει κι εμάζευγεν ο κόσμος κι η φτωχολογιά. Δεν ήξεραν τι να πουν.«Να», έλεγεν ο ένας, «εδώ βασιλέας! που ραντίζει τους δησαυρούς του στηφτωχολογιά!» «Τι καλά 'ταν να 'χαμεν κι εμείς έναν τέτοιο βασιλέαν», έλεγενο άλλος. Επήγαν εις το παλάτιν, εδιεσκέδασαν, εγύρισεν πίσω το Κωστάκινεις την σκούναν. Την άλλην ημέραν έκαμεν ο βασιλέας τραπέζιν εις το βασιλόπουλον.Υστερ' από το τραπέζιν, επαίξασιν το τάβλιν κι εκέρδισεν ο βασιλέας.Εγύρισεν πίσω στην σκούναν, είπεν εις τη γυναίκαν του όλα, πως επαίξασιν κιέχασεν εις το τάβλιν. «Αύριον», λέει η γυναίκα στο Κωστάκιν, «να πάεις καινα παίξεις πάλε με τον πατέρα μου και θα χάσεις. Μα να τον πεις πως έχεις

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!