13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT/ATU 565Ο μαγικός μύλοςAT: The Magic MillATU: The Magic MillDelarue - Tenèze: Le Moulin MagiqueGrimm no 103: Der süsse BreiΆτιτλοΜια φουρά κι έναν κιρό ήταν δυο αδέρφια, του ένα πολύ πλούσιο, τ' άλλοπολύ φτουχό κι με μεγάλη φαμιλιά. Κόντευε Πάσχα κι η φτουχός δεν είχε λεφτάνα πάρ' ούτε ψουμί στα πιδιά τ'. Ξημέρωσι Μεγάλου Σάββατου κι σηκώνετ'η φτουχός κι πηγαίν' στ' αδερφού τ' τον πλούσιο να του δώσ' τίποτι να κάνουνΠάσχα τα πιδιά τ'. Η πλούσιος κάθουνταν ιπάνου στου παλάτι τ' κιαγνάντευε, όταν ίδι τουν αδερφό τ' ν' άρχιτι. Αμέσως διατάζ 5 το φύλακα να μηδεχτεί τουν άνθρουπον που έρχιτι κι να ειδοποιήσ' κι τους άλλους φύλακες πουφ'λάν τσι πόρτες.Φτάνει ου φτουχός κι ρωτάει του φύλακα αν είναι μέσα ου αφέντης. «Ουαφέντς δεν είναι μέσα κι άϊντι στου καλό». Αλλ' η φτουχός, επειδή είδε απόμακριά τουν αδερφό τ', επιμέν' να μπει μέσα. Οι φύλακες όμως σύμφουνα μετη διαταγή που 'χαν πάρ', τουν ημπόδιζαν κι έγινε φασαρία. Θυμών' η πλούσιοςκι διατάζ'να του δώσν' ένα αρνάκι κι να πάει στου διάβουλου.Η φτουχός τ' άκουσι αυτά που είπι η αδερφός τ' κι πήρι τ' αρνάκι κι έφυγε.Σπίτι τ' δεν πήγι που τον περίμενι η ιναίκα τ' κι τα πιδιά τ' αλλά τράβηξι στηνερμιά. Πήγε, πήγε, πήγε πουλύ μακριά, κουράστηκι κι έκατσι να ξεκουραστείλιγάκι κάτου από ένα πλατάνι. Εκεί που έκατσι ήταν κι ένας άλλους διαβάτ'ςπου του λέει: «Πού πας με τ' αρνάκι στου χέρ';» «Μου του 'δωσι η αδερφός μ'»,λέει, «να του δώσου στου διάβουλου». Κι η διαβάτ'ς του απαντάει: «Άσ' του'δωνάς κι πάρι αυτή τη βέργα κι ό,τι τη διατάϊζ' θα στου κάνι στη στιγμή».Κι η φτουχός άφησε τ' αρνί κι πήρι τη βέργα κι γύρσιν στου σπίτι τ' με χέριαάδεια κι με μια ξηρή βέργα μόνου. Μόλις τουν είδι η ιναίκα τ', άρχισε ναφουνάζ: «Πού ήσν' τέτοια μέρα κι μας άφκες δίχως ψουμί; Τι είν' αυτή η βέργαπου κρατάς; Συμφουρά που μι βρήκι! Χαζάθκ' φαίνιτ' η άντρας μ'!» «Σώπαιναίκα μ' κι μη κλαις κι φουνάϊζ', γιατί αυτή η βέργα που γλέπς, ό,τι τη

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!