13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΚΟΣ ΤΥΠΟΣ AT 676 / ATU 954Άνοιξε ΚουδουμουντούAT/ATU 676: Open SesameAT/ATU 954: The Forty ThievesATU 954 (περιλαμβάνει τον AT/ATU 676): The Forty Thieves (AliBaba)Delarue-Tenèze: Sésame, ouvre-toiGrimm no 142: SimelibergEberhard - Boratav no 153 III, no 179 III, no 369 IIIΆτιτλοΜια φορά ήτον ένας γέρος πολύ πλούσιος και είχε δύο παιδιά, ο μέγαςήτον διαβολεμένος, άδικος και φιλάργυρος και ο μικρός ήτον πολύ καλός, γλυκόλαλοςκαι καλόγνωμος, κανένα δεν ήθελε να βλάψ'. Πέθανεν ο γέρος καιάφκεν όλο το βιο τ' στα δύο τ' τα παιδιά. Ο φιλάργυρος με τις αδικίες του δενέδωκε τίποτε στον καλόγνωμο, τον κατακόλσεν κι ας του παπά τ' το σπίτ', κιεκείνος πήρεν την γνέκα τ' και τα παιδιά τ' και πήγεν κάτζεν με το νοίκι σ' ένασπίτι, δούλευεν και ζούσεν.Ένα χρόνο νοτον μεγάλη πείνα, δεν μπορούσε να θρέψ' τα παιδιά τ' καιτην γναίκα τ', ήρταν τα Χριστούγεννα και τα μεγάλα μέρες, τα παιδιά ήθελαντζόλια να φορέσουν, κουντούρες, ψωμί, κριάς και τι δεν χρειάζονται στ' γιέρμοτο σπίτι. Παγαίν' στον αδελφό τ', πέφτ' στα πουδάρια τ', τον παρακαλεί νατον δώκ' τίποτε για να περάσ' τις μεγάλες μέρες, ο φιλάργυρος τον κατακόλσεν.Εκεί τότες ο καλόγνωμος πήρε στο χέρι τ' και πήγε στ' άγρια στα βουϊνάγια να τον φάν' οι λύκοι και να μη διούν τίποτε τα μάτια τ'. Κι ο χειμός ήτονπολύ βαρύς, πήγε νηστικός και γανωμένος, παγούρωσε, νύχτωσεν, ήλτεν τζαλίγοστον εαυτό τ' και είπε με τον νου τ': «Πού παγαίνω 'γώ; τι θιάνω; ταπαιδιά μ', αν χαθώ, Tt να γενούν;» Κι έκλαψε, δεν ήξευρεν πού βρίσκεται,στην ξαστεριά είδεν ένα χαλασμένο χάν', ήβρεν ένα τυρπί που ήτο τοιχογυρισμένο,μούλωσεν εκεί μέσα, σωρεύτην' στη γνιά και παρακάλσεν τον Θεγό νατον βογηθήσ' και πολεμούσε να κουμπώσ' τα μάτια τ' να κοιμηθεί, άμα πούύπνος; ας την πείνα κι ας το κρύο μπορούσε να πάγ' στον ύπνο; Ποτέ ήτον σ'ετό τη θέση κι έτρεμεν, ακούει ένα χαριλτού, ύστερα λαλέματα. Φοβήθην', αςτο φόβο τ' ίδρωσεν, τυχτίθην' (χώθηκε) κι άλλ' απέσω, τα λαλέματα όσον

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!