13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

Επέρασεν ένας χρόνος, δυο χρόνια, η κόρη στο βαρέλι και το βαρέλι στη θάλασσα.Επέρασαν πέντε, έξι χρόνια, εκατάντησεν αγνώριστη. Μέσ' στα οχτώχρόνια, μια βαθιάν αυγήν, εκεί που ψάρευγεν το Κωστάκιν εις την θάλασσαν,θωρά από μακρά ένα πράμα κι έρχεται. Όσον έρχουταν, τόσον εμεγάλωνεν,βρε καράβιν, καράβιν δεν είναι. Βρε χελώνα, χελώνα δεν είναι. Βρε τι είναι;Ανάμενε κι ανάμενε, ως το βράδυν εγιανάστισεν*, ήταν ένα βαρέλιν κι εκυλούσαντο τα κύματα. Βγάλλει τα ρούχα του, δίδει τα* στη θάλασσαν, πάει με τακουλούμπου πάνω στο βαρέλι, τράβα, τράβα, έσυρέν το όξω. Μα είχεν έναβάρος που δεν ημπορούσεν να το κυλήσει. Πάνω που δουμάκιαζε* να το κυλήσει,ακούει μια φωνήν από μέσα: «Για το Θεό, σιγά-σιγά, να μη με σακατέψειςεμένα και το παιδάκι μου». «Βρε ποιος είσαι μέσα, ο πειρασμός για οδαίμονας;» λέει. «Όχι δεν είμαι ο πειρασμός μήτε ο δαίμονας, γυναίκα τουΘεού είμαι». Τότες επήγεν εις την παράγκαν του, έφερεν τον μπαλτάν του,έσχισεν το βαρέλιν, τι να δει; Μια γυναίκα με το παιδάκιν της. Εκείνος δεντην εγνώρισεν, μα εκείνη εγνώρισέν τον χωρίς να τον δώσει γνωριμιάν. Πάειτους στην παράγκαν του, άφτει μια φωτιά, ψήνει τους φαΐν, δίδει τους κιετρώγασιν κι ύστερα ερώτηξέν τους ποιοι ήταν. Η γυναίκα η καημένη δεν είπεντίποτις, μόνον πως η τύχη της την έφερεν εκεί με το παιδίν της. Εκείνος είπεντην όλην την αλήθειαν, ποιος ήταν, πού ήταν και πού κατάντησεν. Εκείνηνεπήραν την τα κλάματα, μα δεν είπεν πάλε τίποτις. Ένα βράδυ που έλειπεν τοΚωστάκιν εις το κυνήγι, πιάνει ένα κεράκιν η γυναίκα του, άφτει το, και πάλεαι τρεις κοπέλες που ξέρουμεν. Εκειδά να κι έρχεται το Κωστάκιν, τι να δει;Τις κοπέλες του! Ευτύς εκατάλαβεν ποια 'ταν η γυναίκα και το παιδίν πουέβγαλε μέσα από το βαρέλιν. Αγκαλιάζεται την γυναίκαν του, αγκαλιάζεται,φιλά το παιδίν του, χαρές μαζί με τα κλάματα. «Γιατί δεν με το πες αμέσωςπως είσαι συ η γυναίκα μου;» λέει. «Για να δω αν θα με γνωρίσεις». Τι τα θέλεις,εφέντη μου είσαι, να μην τα πολυλογούμεν, είχαν ένα δυο κεράκια, έκαμαντα καμιάν εικοσιπενταριά και άψε-σβήσε, άψε-σβήσε, εκάμαν πάλε ένασακούλι μαχμουτιέδες. «Τώρα», λέει, «γυναίκα, θα πάρω τον δρόμον να βρωκαμιάν πολιτείαν, να πάρω έναν καράβι, να 'ρτω να σας πάρω». «Στην ευχήντου Θεού», λέει τον η γυναίκα του, «μα να μην αργέψεις». Έφυγεν το Κωστάκιν,επήρεν μαζίν του το σακούλιν με τους μαχμουτιέδες, ετράβηξεν το δρόμοντέρρα-τέρρα την θάλασσαν. Πάει, πάει κι ακόμα πάει, μιαν ημέρα, δυομέρες, στις τρεις θωρεί μακρά μιαν πολιτείαν. «Δόξα σοι ο Θεός», λέει, «ναμιαν πολιτεία». Εκειδά το βραδινόν ήμπε μέσ' στην πολιτείαν, ρωτά τι πολιτείαείναι, λέγουν τον πως είναιν η Αλεξάντρεια. Επήεν σ' ένα ξενοδοχείον,εγούρασεν κάμποσα κεριά, την νύχταν ήφτεν τα, ίσαμε την αυγήν εγέμισεν τονκόσμον μαχμουτιέδες. Κατηβαίνει στο γιαλό, θωρεί όλα τα καράβια, έρεσέντον ιμιά σκούνα. Ρωτά, βρίσκει τον καπετάνιον, λέει τον: «Καπιτάνιο, πουλάςτη σκούνα σου;» «Αν βρω την τιμήν της, λέει ο καπιτάνιος, πουλώ την».«Πόσα σε κοστίζει;» «Χίλιες λίρες». «Έπαρ' τας». Πιάνει μετρά τις χίλιες λί-

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!