13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

εψόφησα της πείνας». «Χριστός και Παναγιά, το παιδάκι μου!». Πιάνει λούνειτον, χτενίζει τον, έβαλέν τον κι έφαγεν, ύστερα έδωσέν τον ν' αλλάξει τα ρούχατου. Εκειδά που τα 'λασσεν τα ρούχα του, ήβρεν εις τον κόρφον του το πραματάκινπου τον έδωκεν η βασιλοπούλα του πύργου, θωρά το, ήταν ένα μικρό σαμαντανάκι*που άφτουσιν πάνω τα κεριά. Έβαλέν το πάνω στην κειμιά*. Τοβράδυν που θέλασιν να φάσιν, έπιασεν η μάνα του ένα κερίν, ήψεν το κι εκόλλησέντο στο σαμαντανάκιν να μπλέψουσιν. Εκειδά που το κόλλησεν, να σου μωρέμάτια μου και παρουσιάζονται τρεις κοπέλες σαν το κρύο νερόν. Όμορφες,χιλιόμορφες, που αν τις εθωρούσες, έχανες τον νου σου. Η μια έπαιζε βιολίν, ηάλλη το ντέφιν και η άλλη εχόρευγεν. Πάνω που 'σβηνεν το κερί, κάθε μιαέδωκεν εις το Κωστάκιν από έναν τσερβέ μεταξωτόν και σε κάθε κλόσσιν* είχενέναν μαχμουτιέ χρουσό. Χαρές το Κωστάκι, χαρές η μάνα του! Άφτουσιν άλλοέναν κερί, πάλε τα ίδια! Ίσαμε την αυγήν εγεμίσασιν έναν πάγκο μαχμουτιέδες!Την ημέρα το Κωστάκιν επήρε ρούχα καλά για λόγου του και για την μάναντου, έπιασε μαστόρους να κάμει καλό σπίτι, εγούρασεν όλα τα χρειαζούμενατου σπιτιού και επερνούσε σαν μπέης. Εκεί στα καλά καθούμενα τον εκατέβηνεις τον νουν του να πάει στην Πόλην, να φουρτώσει έναν καράβιν κεριά καινα γυρίσει να γεμίσει τα κατώδεια* του και να κάθεται να γλεντά. Καλά το λέει,καλά το καταφέρνει, μπαίνει σ' έναν καράβιν και πάει στην Πόλην. Σε καμιάδεκαπενταριάν μέρες εφούρτωσεν το καράβι. Λέει τον ο καπετάνιος: «Κυριέμου, ύστερ' από το μεσημέρι, στις τρεις, να είσαι μέσ' στο καράβι γιατί θα φύγουμεν,ένα λεπτό ύστερα δεν 'πομένω». «Καλά», λέει το Κωστάκιν. Το μεσημέριεπήεν να φάει και να κάμει τραπέζιν τους φίλους που έκαμεν εις την Πόλην.Ο ένας το κοντόν του, ο άλλος το μακρύν του πάνω στο τραπέζιν, επέρασενη ώρα. Ήρτεν η ώρα τέσσερις, χαιρετά τους φίλους και κατηβαίνει στονγιαλόν, αλλά πού καράβι; Εφαίνουταν δεν εφαίνουταν. Πιάνει έναν καϊκτζή,λέει τον: «Τι θέλεις, ως το πρωί να φθάσεις αυτό το καράβιν που φαίνεται δενφαίνεται;» «Εικοσιπέντε λίρες», λέει ο και'κτζής. «Πενήντα θα σε δώσω», λέειτο Κωστάκιν. Ευτύς μπαίνουσι μέσα στο καΐκιν, καλά πανιά, βάζουσιν καισκουπαμάρια να πιάσουσιν το καράβιν. Ο καιρός ήταν πρίμιος, επετούσεν τοκαΐκιν πάνω στον αφρό. Μα και το καράβιν, καινουργιοπαλαμισμένο, δεν επήαινενπίσω. Ίσα με τα μεσάνυχτα επηαίνασιν καλά. Υστερ' από τα μεσάνυχταο αέρας εγίνη σκύλος, κάπνη, που δεν επιάνουνταν μήτε στα πανιά μήτε στασχοινιά, τα κύματα εφούσκωναν, ο ουρανός εθόλωσε, σκοτάδι, βροντές, αστραπές,άνεμος, του Χριστού η νύχτα που λέει ένας λόγος. Τους έσπασεν έναν πινότης μαΐστρας*, ερεγουλάρισαν τα πανιά τους, αλλά δεν ήξευραν πού επηαίνασι,μόνον στη λάμψη της αστραπής εθωρούσασιν ομπρός τους μια στεριά, χωρίς ναγνωρίζουσιν τι στεριά ήταν, τι τα θέλεις, εφέντη μου είσαι, το ραγάνι* έσκασε,τους έφαεν τα πανιά, τους έσπασεν το πλωριό άλμπουρον και το πομπρέσον*, ηθάλασσα επήγε να τους φάει. Το καΐκιν ήρχισε να κάμνει νερά. Άγιε Νικόλαε,κυβέρνα! έρχεται μια θάλασσα, άλλη μια, να σου το καΐκιν το ρίχτει όξω σε μια

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!