13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

βασιλιά κι εμήνυσε του μάνη να πάει στο παλάτι του. Η μάνα του, σαν τ' άκουσε,τον εμπόδισε να πάρει το τάσι μαζί του. «Θε να σου το πάρει», του λέει,«και θε να χάσουμε το ψωμί μας». Ο βασιλιάς εκαλόειδε το μάντη και τονρώτησε για το τάσι. Κείνος δεν αρνήθηκε ότι έχει ένα τέτοιο πράμα, και τουτο 'δειξε. Τότες ο βασιλιάς επρόσταξε να φέρουν τραπέζι και να βάλουν τουμάντη να φάει και να πιει. Ο μάντης σαν έτρωε κι έπινε, μέθυσε και του 'ρθενύστα. Ο βασιλιάς, σαν εκατάλαβε πως μέθυσε ο μάντης, πήγε και του λέει:«Αλλάζουμε το τάσι με το δικό μου κύπελλο;» «Δεν αλλάζω», του λέει ο μάντης,«όσο κι αν ήταν μεθυσμένος. Μα ύστερα ο μάντης αποκοιμήθηκε, όπωςκαθόταν, κι ο βασιλιάς επρόσταξε τους δούλους του και τον επήγαν σηκωτόστο σπίτι του κι εκράτησε το τάσι του μάντη και του 'δωκε ένα άλλο.Το πρωί σηκώνετ' ο μάντης κι ήταν ακόμα άρρωστος από το πιοτό. Εζήτησ'η όρεξή του μια λεμονάδα να πιει κι είπε στο τάσι: «Τάσι μ' ασημοτάσιμου, δώσ' μου μια λεμονάδα να πιω». Το τάσι τίποτες. «Φέρε μου έναν καφέ»,το τάσι τίποτες. Τότες του λέει η μάνα του: «Δε σου' πα να μην πας στουβασιλιά, και θενά σου πάρει το τάσι; Εσύ δε μ' άκουσες. Να που σου το πήρε!»«Έννοια σου», της λέει, «μάνα, και θα πάω να το φέρω». Σηκώνεται ομάντης και πηγαίνει στου βασιλιά και ζητά το τάσι. Οι δούλοι του βασιλιά κιη βάρδια που φύλαε το παλάτι τον έδιωξαν. Τότες βγάνει τη σπάθα του καιτης λέει: «Σπάθα μου, καλοσπάθα μου, κόψε τούτους όλους». Η σπάθα, μιαπάνω μια κάτω, έσφαξε και τη βάρδια και τους δούλους. Τότες επήγε μπροςστο βασιλιά και του λέει: «Κοίτα να μου δώσεις το τάσι μου, γιατί θα προστάξωτη σπάθα μου να σε κόψει». Τότες ο βασιλιάς εφοβήθηκε κι έδειξε του μάντητο τάσι, που ήταν μέσα σ' ένα αρμάρι, και το πήρε ο μάντης. Τότες λέειτου βασιλιά: «Τι μου δίνεις, ν'αναστήσω όλους τούτους τους σκοτωμένους;»«Σου δίνω ένα μιλιούνι ριάλια», του λέει ο βασιλιάς. Τότες ο μάντης έπαιξετον αυλό του μέσα στ' αυτί μιανού κι αναστήθηκε. «Φέρε μου τους παράδες»,του λέει ο μάντης, «να τους αναστήσω όλους». «Τι να κάμεις τους παράδεςεσύ», του λέει ο βασιλιάς, «σαν έχεις τόση αξιότη; Να σου δώσω την κόρη μουκαι να σε κάμω γαμπρό μου;» Ο μάντης εδέχτηκε το λόγο του βασιλιά μ'ευχαρίστησηκι εστεφανώθηκε την κόρη του βασιλιά κι έκαμαν σαράντα μέρεςκαι σαράντα νύχτες γάμο κι αφήκα τον κι εγώ εκεί καλά κι ήρτα!Δ. Λουκάτος, Νεοελληνικά λαογραφικά κείμενα, Αθήνα, 1957, σ. 121-125κελλάριος, Τα Κυπριακά Β', Αθήνα 1891, σ. 340-345). Η κυπριακή αυτή παραλλαγήαποτελεί συμφυρμό των τύπων AT/ATU 569 και AT/ATU 563.

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!