13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

σου;» είπε ο μάντης στο δερβίση. «Όποιος το φορέσει, γίνεται άφαντος», είπεο δερβίσης κι ευτύς εφόρεσε το σαρίκι κι έγινε άφαντος. Άρεσε του μάντη τοσαρίκι κι έκαμε αλλαξιά με το δερβίση. Πήρε το σαρίκι κι έδωκε το τάσι.Σαν έκαμαν κάμποσο δρόμο ο μάντης επείνασε. «Πες στο τάσι σου», είπεστο δερβίση, «να βγάλει φαγιά να φάμε». «Τι σου χρωστώ;» του λέει ο δερβίσης.«Αν θέλεις φαί, δώσ' μου το σαρίκι μου, να σου δώσω να φας». «Δεμου χρωστάς τίποτες;» του λέει ο μάντης κι ευτύς έβγαλε τη σπάθα. «Σπάθα,καλοσπάθα μου, κόψε το δερβίση». Η σπάθα ευτύς έκοψε το δερβίση κι ο μάντηςπήρε το τάσι του κι έδωκε δρόμο.Μετά κάμποσον τόπο ήβρε κι άλλον δερβίση. «Ώρα καλή, δερβίση-παπά»,του είπε ο μάντης. «Καλώς το φίλο», του λέει ο δερβίσης. «Έχεις λίγο ψωμίνα μου δώσεις;» «Κάτσε, δερβίση-παπά», λέει ο μάντης, «κι έχει ο Θεός». Οδερβίσης έκατσε κι ο μάντης έβγαλε το τάσι από τον κόρφο του. «Τάσι μ' ασημοτάσιμου», λέει, «βγάλε τριάντα λογιώ φαΐ, να φάμε με το φίλο μου το δερβίση!»Το τάσι έβγαλε φαγιά κι ετρώγανε. Σαν αποφάγανε, εζήτησε ο μάντηςκαι το τάσι έβγαλε και νερό κι ήπιανε. «Καλό πράμα είναι τούτο», είπε ο δερβίσηςμε το νου του κι είπε στο μάντη να κάνουν αλλαξιά με τη φλογέρα του.«Και τι ωφέλεια κάνει η φλογέρα σου;» είπε ο μάντης. «Στους σκοτωμένους,όταν την παίξεις, ζωντανεύουν», είπε ο δερβίσης, «κι αν θέλεις, να το δοκιμάσουμεστη γαϊδούρα». Ο μάντης έσφαξε τη γαϊδούρα, ο δερβίσης έπαιξε τηφλογέρα κι η γαϊδούρα ζωντάνεψε.Σαν έκαμαν κάμποσο δρόμο με το δερβίση, ο μάντης επείνασε. Λέει του φίλουτου: «Πες στο τάσι σου να βγάλει φαγιά, να φάμε». «Και τι σου χρωστώ;»του λέει ο δερβίσης. «Δώσ' μου τη φλογέρα μου, να σου δώσω να φας».«Δε μου χρωστάς τίποτες;» του λέει ο μάντης με θυμό και βγάνει τη σπάθατου. «Σπάθα μου, καλοσπάθα μου, κόψε το δερβίση», λέει κι ο δερβίσης έμεινεευτύς κορμί κολοβό. Η σπάθα τον έσφαξε κι ο μάντης πήρε το τάσι κι έδωκεδρόμο.Ας μην τα πολυλογούμε, ο μάντης έφτασε στο σπίτι του, ήταν βασίλεμαήλιου. Η μάνα του, σαν τον είδε κι έφτασε, «Καλώς όρισες», του λέει, «έπιασεςκάμποσους παράδες από το γάμο;» «Δεν επήγα στο γάμο», της λέει ο μάντης.«Έχε την κατάρα μου», του λέει η μάνα του, «απόψε θα πέσουμε νηστικοί».«Μην έχεις για τούτο καμιά έγνοια», της λέει, «και τα φαγιά μας είναιέτοιμα». Η μάνα του έμεινε εκστατική στα λόγια τούτα κι εθάρρεψε πως ογιος της τρελάθηκε. Ο μάντης, σαν ησύχασε λίγο από το δρόμο, εφώναξε τηςμάνας του και την έβαλε να κάτσει κοντά του, και τότες έβγαλε το τάσι απότον κόρφο του και λέει: «Τάσι μ' ασημοτάσι μου, βγάλε πενήντα λογιώ φαγιά,να φάμε με τη μάνα μου». Το τάσι έκαμε καθώς του 'πε ο αφέντης του κιεφάγανε κι ήπιανε με τη μάνα του. Τούτο γινόταν κάθε μέρα κι η γριά έβρηκετην ησυχία της.Υστερα από πολύ λίγο καιρό, τ' όνομα του τασιού πήγε στ' αφτιά του βα-

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!