13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

στο κάστρο, θα γίνεις άρχοντας». Το Κωστάκι σηκώνει καλά καλά τη βρακίτζαντου, κάμνει τον σταυρόν του, «Έλα ευχή της μάνας μου, έλα και του κιουρούμου», λέει και μια σαρτάρει, βρίσκεται μέσ' από το κάστρο, και μιανπάλε από μέσα και βρίσκεται όξω. «Μπράβο», λέει ο ντερβίσης. «Τώρα άκουσετι θα σε πω. Θα σαρτάρεις πάλε μέσα και θα καθίσεις δίπλα στον τοίχοντου πύργου. Εκεί κοντά στο μεσημέρι θα τρίξει ο πύργος κι αξάφνου θ' ανοίξειμια πόρτα, εσύ αμέσως να μπεις μέσα, μη φοβάσαι τίποτις. Μόνο να 'χεις τοννουν σου, ό,τι δεις, ό,τι ακούσεις να μη μιλήσεις καθόλου τσιμουδιά, η μιλιάσου να μην έβγει, γιατί εχάθης. Έκουσες;» «Έκουσα», λέει το Κωστάκι.«Άτε, παιδί μου, στην ευχή του Θεού», λέει ο ντερβίσης. Παπ, μία και να σουτο Κωστάκι μες στο κάστρο. Καθίζει δίπλα στον τοίχον του πύργου. Δεν επέρασε,μωρέ μάτια μου, πολύς καιρός και ακούει ένα βουητόν τρομερόν, έτριξενο πύργος και να σου και ανοίγει μια πόρτα. Με μια, να σου το Κωστάκι μέσα.Μπαίνει στην μιαν κάμαρην, τι να δει; Διαμάντια, περλάντια! Μπαίνει στηνάλλη, μαλάματα, ασήμια! Μπαίνει στην άλλη τούμπλες*, ματζάρικα*, μαχμουτιέδες,άι Κωσταντινάτα, δησαυρός! Αι σκάλες ήταν μαλαματένιες. Ανηβαίνει,ανηβαίνει. Από δω κι από κει κάμαρες με ολόχρυσους καναπέδες, μεδιαμαντένιους πολυελαίους, με κρουσταλλένιους καθρέφτες. Ανηβαίνει, ανηβαίνει,ελάφαξεν ν'ανηβαίνει, εκοπήκαν τα ήπατά του. Ανηβαίνει, ανηβαίνει...Τι τα θέλεις, εφέντη μου είσαι, να μην τα πολυλογούμεν, ενήβη στην απάνωπάνω κάμαρη. Θωρεί έναν τραπέζι στρωμένο με φαγιά διάφορα, και του πουλιούτο γάλα να 'θελες ήταν πάνω στο τραπέζι. Δύο καρέκλες ολόχρυσες, δύομαχαίρια, δύο περούνια, δύο κουτάλια όλα ολόχρυσα, δύο ποτίλιες φιρφιρένιεςμε κρασί κουμανταριά πρώτης, δύο ποτήρια κρυσταλλένια, από πάνω εκρέμουντανένας πολυέλαιος διαμαντένιος που έφεγγε μόνος του χωρίς λάδιν και κεριά.Είχεν και μιαν πείναν το καημένον το Κωστάκι! «Είπεν ο Θεός», λέειμέσα του, «να φάγω». Εκάθισεν εις το τραπέζιν, επήρε το περούνιν κι έτρωγεν,έπιασεν και την ποτίλια να βάλει στο ποτήριν κρασίν. Εκειδά πο 'χυνεν τοκρασί, να σου και πετιέται μια κοπέλα σαν τα εφτά μαλάματα. Λάψε, ήλιεμου, να λάψεις και πολλές καρδιές να κάψεις». «Πιλ ολάντα, πιλ όλμας, αξάμιλανμεϊντανά τσικμάς».«Ώρα καλή, παλικάρι». Μιλιάν το Κωστάκιν. «Καλώς ήρτες», λέει η κοπέλα.Πού να μιλήσει το Κωστάκι! «Γιατί δεν με μιλάς; Πώς ευρέθης εδώ;Ποιος σ' έφερεν;» Μιλιά! «Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, γιατί δεν μιλάς;»Τίποτις το Κωστάκι. Ερχίνησε να το φιλά, να το χαδεύει, να το καργαλεύει*.Μιλιάν εκείνος. Σαν είδεν πως δεν έκαμνεν τίποτις, και το Κωστάκιν ήταν πέτραμοναχή, τραβά μια καμπανίτζα και να σου αξάφνου ένας αράπακλας ίσαμ'εκεί πάνω. Είχεν κάτι μάτια! μα τι μάτια! κόκκινα σαν τη φωτιά. Είχεν κάτιχείλη! μα τι χείλη! που εκρέμουνταν ίσαμε το στήθος του και κόκκινα σαν τοβαρζάμι. Τα φρύδια του έκλωθέν τα κι έδενέν τα πίσω από το κεφάλιν του. Τανύχια του ήταν μιαν πήχη. «Τι ορίζεις, βασιλοπούλα μου;» λέει. «Να γδά-

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!