13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

ήρτε η καρπούζα κάτω, κλείνει και τις δυο του χέρες. Ήταν αδειανές! Και τότεγαζώνει το άλογο από την ορά. Το άλογο όμως εμίλα και λέει: «Κόψε,σκύλε, την ορά!» Τραβά λοιπόν αυτός, το παιί, το σπαθί του και κόβγει τηνορά του μουλαριού. Ε, εξεγλίτωσε λοιπόν το μουλάρι κι ήφυε.Στο δρόμο λοιπόν απού πήαινε έπειτα, ήκλαιε λοιπόν το άλογο κι ήλεε:«Όλα τ'αλόγατα 'χουν ορά κι εγώ 'μαι κουσσοράης!» Λέει: «Μη χολιάς, αλογατάκιμου, κι εγώ θα σου την κάνω μαλαματένια!» Ε, πάει λοιπόν. Ντήσσειλοιπόν πάλι το παιί από της αγαπητικιάς του. Λέει: «Ήρτες;» Λέει: «Ήρτα»,λέει, «ήφερά την». Πιάνει λοιπόν η κοπέλα την καρπούζα και τη φυλάει καιτου βάλλει μες στον τουρβά άλλη καρπούζα.Πάει λοιπόν στης μητέρας του. Λέει: «Έρτες, παιί μου;» Λέει: «Ήρτα,μάνα». Λέει: «Ήφερες την καρπούζα;» Λέει: «Ήφερά την». Κόβγει την λοιπόν,τρώει την. «Ενεσάναν τα σωθικά μου, εΐνηκα καλά!» «Ε!», λέει, «μαγάρι,κακομοίρα μάνα, κι εγώ έρημος στον κόσμο εγιάμ απού εν έχω μηέ άλλημάνα μηέ αφέντη!»Σαν επήε το παιί το πουρνό στο μεροκάματο, πάει ο μάγκας πάλι. Λέει:«Ήρτε ο κερατάς;» Λέει: «Ήρτε», λέει, «κι αμέ τώρα πώς θα τον καταστρέψομε;»Λέει: «Ξέρεις τι θα κάμομε; Να του πεις: αύριο είναι Σάτο. Έλα, παιί μου,να σε λούσω, απού γύριζες τόσον καιρό τα λαγκάδια. Να το λούσεις, να του ρίξειςτα σαπούνια μες στα μάδια του, να 'ρτω με τη μαχαίρα, να το σφάξω».Ε, όπως την εσυμβούλεψε, το 'καμε αυτό. Ήτο χωσμένος αυτός, του 'ριξελοιπόν τα σαπούνια, που τον ήλουνε, μες στα μάδια και πάει αυτός με τη μαχαίρακαι τον κόβει και τον βάλλει μες στη ζιμπίλα κι απόει τον φορτώνει στοάλογο και το άλογο βέβαια το ζώξασι, έφυε.Πού να πάει το άλογο, πού να μην πάει;... Πάει στης αγαπητικιάς, απού'το μαθημένο να πηγαίνει εκεί. Ε, μόλις το 'δε λοιπόν η αγαπητικιά, το γνώρισε,το 'φερε μέσα, ξανοίει (κοιτάζει) μες στη ζιμπίλα. Το παιί είναι σφαμένομέσα. Μπζιάνει λοιπόν, το ταιριάζει το σώμα του και χύνει απάνω το αθάνατονερό και του κόβει την αθάνατη καρπούζα , απού 'χε χωσμένη και του ήδωκετην άλλη να πάρει στη μάνα του, και τη βάζει στο στόμα του παλικαριούκαι το παιί 'νεστήθηκε. «Ε, που γλυκά κοιμόμουνα και με ξυπνήσετε!...» Λέει:«Εκοιμάσου γιά σφαμένος ήσουν;» Λέει: «Το γνωρίζω. Μόνο τώρα», λέει,«περίμενε δυο λεφτά».Καβαλικεύει το άλογό του και στρέφει και πάει στο σπίτι και τους ευρίσκεικαι κοιμούντο κι οι δυο: ο μάγκας κι η μάνα του. Λέει: «Εγιά 'στε κι οι δυο!»Βγάζει λοιπόν το σπαθί του και τους σφάζει και τους δυο. Κι απόει στρέφει καιπάει στης αγαπητικιάς και παντρεύτηκαν και τρώαν και πίναν κι εψοφούσαν κιαπό την πείνα.Märchen der europaischen Völker (von Prinzen, Trollen u1965, Ashendorff, Münster Westf., Germany, σ. 67-72. To παραμύθι αυτό μαγνητοφώνη-

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!