13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

ζωγραφιά αντίκρυ του και τη θαύμαζε. Αποφασίζει να φύγει την άλλη μέρα, ναπάει και να βρει την ωραία βασιλοπούλα. Φωνάζει τον δεύτερο αδελφό του καιτου λέγει: «Εγώ, Δήμο, θα πάγω σε μια περιοδεία, θα πάρεις εσύ τη βασιλείαώσπου να γυρίσω».Πήρε μαζί του ένα δισάκι φλουριά κι έφυγε. Πολλές μέρες περπατούσε καιόταν έφτασε σ' αυτήν την πολιτεία ήταν πια αργά. Εκείνον τον καιρό, ήτανόλο μικρά βασίλεια, που ήταν τριγυρισμένα από ψηλούς τοίχους και είχαν μιαμεγάλη σιδερένια πόρτα, για κάθε προφύλαξη από τους εχθρούς. Αυτή η πόρταάνοιγε με την ανατολή του ήλιου και σφαλούσε με τη δύση. Μόλις πρόλαβενα μπει μέσα ο Πέτρος και αμέσως η πόρτα έκλεισε. Ήταν ότι σουρούπωνε καιαπό την κούραση δεν έβλεπε καλά. Άξαφνα ακούει μια φωνή: «Ώρα καλή, παλικάριμου...» «Καλώς τη μάνα». Ήταν μια γριά που τον ρωτούσε: «Θέλειςτίποτε, παιδάκι μου;» «Θα ήθελα», της λέγει, «να φάω και να κοιμηθώ».«Μετά χαράς, γιόκα μου, δώσ' μου λεπτά να ψωνίσω για να φας κι όσο γιατον ύπνο, θα σου ετοιμάσω ένα κρεβάτι βασιλικό».Έφερε η γριά ένα ωραίο πουλάκι, έφερε και κρασί κι έφαγε ο Πέτρος μεμεγάλην όρεξη. Ετοίμασε και το κρεβάτι του, πλάγιασε το παλικάρι κι ευθύςτο πήρε ο ύπνος. Η γριά περίμενε έξω από την πόρτα να δει πότε θα κοιμηθεί.Μόλις τον βλέπει κοιμισμένο, τρέχει και φωνάζει το γιο της, που ήταν έναςκακούργος. Έρχεται αυτός μ' ένα χαντζάρι, δίνει μια στο παλικάρι και τοσκοτώνει. Υστερα παίρνουνε τα φλουριά του και τον ρίχνουνε σ' ένα λάκκο,που ρίχνανε όσους σκοτώνανε.Ας δούμε τώρα τι έκαμε ο άλλος γιος που και αυτός είχε το ίδιο κεφάλι μετον πρώτο κι έπαθε τα ίδια με αυτόν. Έμεινε πια ο μικρότερος, ο Φώτος. Πήρεαυτός τη βασιλεία, αλλά κάθε μέρα που περνούσε, τον στεναχωρούσε η αργοπορίατων αδελφών του. Θέλησε να πάει να δει πού βρίσκονται κι αποφασίζεινα φύγει. Φωνάζει το βεζίρη και του λέγει: «Εγώ θα πάω να βρω τ' αδέλφιαμου, εσύ θα μείνεις στη βασιλεία ώσπου να γυρίσω».Αρχίζουν τις ετοιμασίες, παίρνουν μαζί τους σκηνές, τρόφιμα, μάγειρους,υπηρέτες, ιπποκόμους, άφθονα φλουριά και ξεκινούν. Αφού περπάτησαν όλημέρα, το βράδυ βρήκαν ένα ωραίο μέρος που είχε πολλά δέντρα και μια μεγάληβρύση με νερό σαν το κρύσταλλο. Ετοίμασαν μια ωραία σκηνή για το Φώτο.Μόλις έφαγε, πλάγιασε να κοιμηθεί, γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Μόλιςτον έπαιρνε ο ύπνος, ακούει τη φωνή του αλόγου του που χλιμιντρούσε. «Μούου...ου... ου... μου... ου...» «Τι τρέχει;», ρωτά ο βασιλιάς τον ιπποκόμο, «γιατίφωνάζει τ' άλογο;» «Δεν ξέρω τι έχει βασιλιά μου, του δίνω να πιει νερό κιαυτό τραβά το κεφάλι του και φωνάζει». «Αμέσως να καθαρίσετε τη γούρνα»,διατάζει ο βασιλιάς.Καθαρίζουν τη γούρνα, βάζουν άλλο νερό, αλλά μόλις το άλογο πάει κοντάστη βρύση, τραβά πάλι του κεφάλι του και φωνάζει. Πάει ο Φώτος να δει μετα μάτια του ποια είναι η αιτία που δεν πίνει νερό το ζώο. Σκύβει στη βρύση

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!