13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

You also want an ePaper? Increase the reach of your titles

YUMPU automatically turns print PDFs into web optimized ePapers that Google loves.

εκατάλαβέν τομ πως έν' τζείνος. Επρόσταξεν τες σαράντα δούλες της, άμα κοντέψει,να τον καλέσουν εις το παλάτιν, να τολ λούσουν, να του βάλουν τραπέζιννα φάει, τζαι να του πουμ' πως τζείν' το παλάτιν έν' της αφίλητης, τζ'έμ'πά' στ' ανώιν τζαι καρτερά τον. Εσκεδίασεμ με τες βαγιές της να τα καταφέρεινα τημ πάρει τζείνημ, πως έν' η αφίλητη. Οι δούλες έκαμαν γιον* τους επαράντζειλενη τζυρά τους. Άμα του είπαν πως τζείνον έν' το παλάτιν της αφίλητης,εν τους επίστεψε. Λαλεί τους: «Εν έν' τούτον το παλάτιν της αφίλητης, γιατίείπαμ μου πως έν' να πάθω πολλά κακά ώσπου να το βρω, τζαι περίτου κακάώσπου να μπω μέσα».Τέλος πάντων επήραν τον εις την τζυράν τους. Τζείνη άμα είδεμ πως ενεπίστεψεμ πως έν' η αφίλητη, είπεν του την αλήθκειαν. Υστερα είπεν του να'ποφασίσει να τημ πάρει τζείνηγ, γιατί έν' να μεν ημπορήσει να πάρει την αφίλητην.«Εγιώ», λαλεί του, «είμαι μάι'σσα τζαι ξέρω. Την αφίλητην ιγλέπουντησ σαράντα δράτζοι. Πού να σε φήκου ζωντανόν, να κοντέψεις· εν' 'έγ κρίμαννα πά' να χαθείς έτσι λεβέντης;» Είπεν της τζαι τζείνος πως εν αλλάσσει τοσκοπόν του, τζ' αχ χαθεί, ας χαθεί. Ότιτζ'είδεν η κοπέλα πως εγ κουρκάρει*,εσκέφτην να του παραντζείλει είντα να κάμει. Πρώτα, πρώτα, έδωκέντου μια σκούφκιαμ μαεμένην. Άμα την εφόρεν, εν τον εθώρεγ κανένας. Υστεραέδωκέν του έναγ γισακκούιμ* μαεμένον. Άμα του λάλες: «Άννοιξε γισακκούϊμμου», άννοιεν τζ' είσεμ μέσα λογιώλ λογιώφ φαγιά. Την ώραμ πο 'θενα λαμνίσει, επήεμ μιτά του τζαι λαλεί του: «Ο άππαρός μου ξέρει τη στράταννα σε πάρει ολόισα τζει που θέλεις. Χέμα συντυχάννει, τζ'ό,τιθέλεις να τοναρωτάς. Άης τοδ δικός σουτζ'έπαρ'τοδ δικόμ μου».Ο γιος τη λιοντάρενας ακρόστηκεν,τζ'άμαεκαλλίτζεψελ λαλεί του ο άππαρος.«Βάωσ' τ' αμμάδκια στου τζαι κράε καλά». Ο άππαρος τζείνος επήαιννεσσαν τον άνεμον. Άμαν εκοντέψαν εις τηθ θάλασσαν, ο γιος της λιοντάρεναςάννοιξεν τ' αμμάδκια του, να δει ειντά 'παθεν ο άππαρος τζ' έκοψε. Παρατηρά,θωρεί δκυο ήλιους, μέσ' τηθ θάλασσα. Λαλεί τ' αππάρου: «Είντα πό'ν του'ν τοπράμα;» Λαλεί του τζ'ο άππαρος: «Ο ένας ήλιος έν' ο ήλιος ο παντοτεινός,τζ'ο άλλος έν' το παλάτιν της αφίλητης»,τζ'έδειξέντου το. Ώστι να δηςνα πεις, ευρεθήκασιμ 'πό 'ξω 'πού το παλάτιν της αφίλητης. Ο γιος της λιοντάρεναςεπέζεψεν,τζ'άννοιξεν τηγ καντζελλόπορταν, τζ' έμπημ μέσ' την αυλήν.Ο άππαρος άμαν είδεμ πως έν' ησυχία, εστράφημ μανιχός του στην τζυράντου. Ο γιος τη λιοντάραινας έδωκεν έναγ γυρόμ μέσ' το περβόλιθ, θωρείένα άδρωπον τζαι τζοιμάται πά' στη δοξαμένην. Επήεγ κοντά του τζ'εξύπνησέντον τζαι λαλεί του: «Είντα γυρεύκεις, γιε μου, 'δα μέσα! Αλλό λλίομ πο'ν' νά 'ρτουν οι δράτζοι 'έν' να σε φάσι». «Πού να μ' εύρουν τζυρά μου, λαλείτης. Εγιώ την νύχταμ πάω στον ουρανόν τζαι την ημέραν έρκομαι».Ότι τζ'εκόντευκεν να νυχτώσει, να σου τους δράκους τζ'έρκονται τζ' οισαράντα καττάρι*. Αρπάσσει τζ'ογιος τη λιοντάρενας το σκουφίν του, εφόρησέντο τζ' εν εφαίνετουγ καθόλου. Έμεινεν την νύχταμ μέσ' το περβόλιμ με το

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!