13.07.2015 Views

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

Επεξεργασία παραμυθιακών τύπων και παραλλαγών ΑΤ 560-590

SHOW MORE
SHOW LESS
  • No tags were found...

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

γδάρεις», λέει, «αυτόν που 'ρτεν εδώ στο παλάτι μου και δεν μιλά». Ώς τα 'κουσεντο καημένον το Κωστάκιν έκοψεν το γαίμαν του, πήγεν να χεστεί από τονφόβον του. Δεν επρόφταξε να πει: «Αμάν βασιλο...» και αξάφνου σφαλά η πόρτατου πύργου, γίνεται ένα σκότος που δεν εθωρούσες το δάχτυλο σου. Εχάθηνο αράπης, εχάθην η βασιλοπούλα του πύργου. Μόνον που πρόφταξεν η βασιλοπούλακι έδωκεν εις το Κωστάκιν ένα μικρό πραματάκιν κι έβαλέν το στονκόρφον του. Τι τα θέλεις, εφέντη μου είσαι, φωνάζει το Κωστάκι: «Πού είσαιβασιλοπούλα; Πού είσαι αράπη;» Μιλιά! Περπατά στα σκοτεινά, πατά πάνωστα φλουριά, πάνω στα περλάντια, μήτε πόρταν εύρισκεν μήτε παραθύριν.Ανηβαίνει τις σκάλες, κατηβαίνει, μπαίνει στις κάμαρες, πάει πάνω, πάει κάτω,μήτε άνθρωπον έβρισκε, μήτε τρύπαν έβλεπε. Περνά μια μέρα, περνούνδυο μέρες, κλαίει το καημένον το Κωστάκιν. «Αχ», έλεγε, «γιατί ν' ακούσωτο ντερβίση; Γιατί να μην κάθομαι στον καφενέ μου; Αχ! Βαχ!» Τι θέλεις, τιγυρεύεις, να μην τα πολυλογούμεν, ύστερ' από μιαν εβδομάδαν ενήβην εις τηνκορυφήν του πύργου και θωρεί μιαν τρυπίτζαν ίσαμ' ενούς βελονιού κώλο. Κατηβαίνειστο τραπέζιν, παίρνει έναν περούνιν, ανηβαίνει πάλε και, από δω είχεν,από κει είχεν, ένοιξεν τρύπαν ίσα ίσα που χωρούσεν το κεφάλιν του. Τραβάμιαν πέτραν, ένοιξεν η τρύπα. Κοιτάζει κάτω, τι να δει; Ένα βάθος, αθεόρατο.Κι από κάτω έτρεχεν ένας ποταμός, που ενόμιζες πως εχόχλαζεν! Τι νακάμει το Κωστάκιν; Εσυλλογούταν: «Αν 'πομείνω, θα πεθάνω της πείνας, αντα δώκω κάτω, μπορεί να σκοτωθώ, μπορεί και να γλιτώσω στα νερά του ποταμού.Κάλια να τα δώκω», λέει. «Έλα ευχή της μάννας μου, έλα και τουτσουρού μου» και φαπ! Τα 'δωκεν από την τρύπαν. Δυο ώρες έκαμεν να κατηβεί,εκυλιούνταν εις τον αέρα, έδωσεν η χάρη του Θεού και η τύχη του καιέπεσε σαν νεκρός μες στον ποταμόν χωρίς να πάθει τίποτις. Ετράβηξέν τον τονερό δίπλα στο χειλοπόταμον, κι έμπλεξεν η βράκα του σ' έναν κλαδίν κι εστάθην.Η καλή του η τύχη, επερνούσεν από κει ένας παξιβαντζής με το γαδαράκιντου φουρτωμένο λαχανικά, να πάει να τα πουλήσει στη χώρα. Είδεν τοΚωστάκιν, ελυπήθην το, επήεν κοντά του, εφύσηξε στη μούτην του κι έφερέντο εις τον νουν του. «Άαααχ», λέει το καημένον το Κωστάκιν, «βαθιά πουκοιμούμουν κι αλαφρά που ξύπνησα!» Τι τα θέλεις, είπεν εις τον παξιβαντζήντα πάθη του κι επαρακάλεσέν τον να τον πάει στην μάναν του. «Εγώ είμαιφτωχός άνθρωπος», λέει, «και πάω να πουλήσω τα λάχανά μου, να ζήσω τηφαμίλια μου, τι να σε κάμω;» Κοιτάζει από δω το Κωστάκιν, κοιτάζει απόκει, βρίσκει ένα φλουράκι μες στο παπούτζιν του, ήταν από κείνα που πατούσενμέσα στον πύργον. Δίδει το τον παξιβαντζήν, ανηβαίνει στο γαδαράκιν καιδρόμον για το σπίτιν τους.Υστερ' από δυο μέρες ήρτασιν εις το σπίτιν τους. «Ώρα καλή, μάνα». «Καλώςτο το Κωστάκι μου, σαν τον καλόν τον χρόνον, σαν τον Δεσπότην τον Χριστόνπου κάθεται στον θρόνο. Πού 'σουν, Κωστάκι μου;» «Μην τα ρωτάς, μάναμου, δώσ' με να φάω και να λουστώ κι υστερνά μαθαίνεις, γιατί τώρα εψό-

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!