ÇÃÂÌνια - ΕθνικÃÂŒ ΜεÄÃÌβιο ΠολÃ…ÄεÇνείο
ÇÃÂÌνια - ΕθνικÃÂŒ ΜεÄÃÌβιο ΠολÃ…ÄεÇνείο
ÇÃÂÌνια - ΕθνικÃÂŒ ΜεÄÃÌβιο ΠολÃ…ÄεÇνείο
Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
«Δια την μόρφωσιν Αρχιτεκτόνων ίσως έχομεν ήδη εκδεδηλωμένον τον προορισμόν της<br />
οικείας Σχολής δια της υπαγωγής αυτής εις το Υπουργείον της Συγκοινωνίας. Επιδιώκομεν<br />
δήλον ότι την μόρφωσιν μηχανικών-αρχιτεκτόνων διότι τοιούτων πράγματι έχομεν ανάγκην<br />
ημείς τε και η Ανατολή. Ουδείς άλλως τε θα εμποδίση την εξέλιξιν της ήδη ιδρυθείσης<br />
Σχολής εις τοιαύτην αντίστοιχον τη εν τη Ecole des Beaux Arts των Παρισίων λειτουργούση<br />
(όπερ προσωπικώς απευχόμεθα) καθ’ όσον οι άριστοι εκ των αποφοίτων της ημετέρας<br />
Σχολής δυνατόν ν’ αποδειχθώσιν αρχιτέκτονας αντάξιοι των προγόνων ημών». [8]<br />
Στην περίοδο του Μεσοπολέμου αυτή η αρχική επιλογή δεν μεταβάλλεται. Παρά<br />
την παρουσία καθηγητών όπως ο Ερνέστ Εμπράρ (1919-1924, 1929-1932), ο Αλεξ.<br />
Νικολούδης [9] (1917-1923, 1936-1940), ο Αν. Ορλάνδος (1918-1940, 1943-1958), ο<br />
Εμμ. Κριεζής (1917-1951) και ο Δ. Πικιώνης (1925-1941έκτ. 1941-1958 τακτ.) στο περιεχόμενο<br />
σπουδών της Αρχιτεκτονικής βαραίνουν σημαντικά τα γνωστικά αντικείμενα<br />
που θεωρούνται αναγκαία για τις σπουδές μηχανικού. Αναφέρω ενδεικτικά, ότι στο<br />
αναλυτικό πρόγραμμα του 1940-41, όταν έχει ήδη ξεκινήσει η αναδιοργάνωση στην<br />
οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, τα μαθήματα που μπορούμε να θεωρήσουμε<br />
ότι συνιστούν το διακριτό γνωσιακό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής αντιπροσωπεύουν<br />
το 60% των ωρών διδασκαλίας και ασκήσεων (συμπεριλαμβανόμενης και της<br />
Οικοδομικής η οποία διδάσκεται από κοινού με τους Πολιτικούς Μηχανικούς), ενώ<br />
τα μαθήματα που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε συνθετικά καταλαμβάνουν το 26% των<br />
ωρών διδασκαλίας. Ο υπόλοιπος διδακτικός χρόνος κατανέμεται στα φυσικομαθηματικά<br />
μαθήματα βάσης (17%), σε τεχνικά μαθήματα σπουδών δομικού μηχανικού<br />
(19%) και σε γενικά μαθήματα (4%). [10]<br />
Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι το εποπτεύον Υπουργείο Συγκοινωνίας,<br />
ιδίως μετά την αποχώρηση του Αλ. Παπαναστασίου, και ίσως και το Πολυτεχνείο,<br />
διατηρούν μια γενικότερη αμφιθυμία απέναντι στην αναγκαιότητα ύπαρξης της Αρχιτεκτονικής<br />
ως αυτοτελούς σχολής. Αμφιθυμία κατανοητή αν λάβουμε υπόψη ότι<br />
από το 1887 το γνωσιακό αντικείμενο της αρχιτεκτονικής είχε εκχωρηθεί στη Σχολή<br />
Πολιτικών-Μηχανικών που διατηρεί προνομιακές σχέσεις με τη δημόσια διοίκηση. Ο<br />
ίδιος ο Ν. Κιτσίκης θα επισημάνει το 1942, σχολιάζοντας το γεγονός ότι επί μία 20ετία<br />
περίπου, από το 1920 ως το 1938, το Υπουργείο Συγκοινωνίας δεν είχε καμιά οργανική<br />
θέση για αρχιτέκτονα: «Δεν υπήρξε αναγνώρισις της αρχιτεκτονικής αξίας εις την Ελλάδα<br />
εθεωρήθη ότι οι πολιτικοί μηχανικοί ήσαν ικανοί διά την εκπόνησιν των μελετών και εκτέλεσιν<br />
των δυσκολωτέρων κτιρίων, ενώ θα έπρεπε το Υπουργείον της Συγκοινωνίας της Ελλάδος<br />
να σέβεται εντελώς ιδιαιτέρως την σημασίαν της Αρχιτεκτονικής δημιουργίας». [11]<br />
Ίσως έτσι εξηγείται ότι η Σχολή λειτουργεί όλο αυτό το διάστημα με σημαντικά<br />
κενά στο πρόγραμμα που προβλέπουν τα πρώτα σχετικά διατάγματα του 1917-1918.<br />
Βασικές έδρες παραμένουν κενές για μεγάλο χρονικό διάστημα ή συγχωνεύονται ή<br />
και καταργούνται, ενώ οι περισσότερες έδρες είναι έκτακτες, γεγονός που μειώνει<br />
[8] Δημοσθένης Πρωτοπαπαδάκης, Προς βελτίωσιν και συμπλήρωσιν του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου,<br />
Αθήνα 1915, σ. 6.<br />
[9] Σύμφωνα με την Αμαλία Κωτσάκη (Αλέξανδρος Νικολούδης 1874-1944 αρχιτεκτονικά οράματα πολιτικές<br />
χειρονομίες, Αθήνα: Ποταμός, 2007, σ. 234-236) ο Αλέξανδρος Νικολούδης, απόφοιτος ο ίδιος<br />
της Ecole des Beaux Arts, προωθούσε ήδη από το 1915 την οργάνωση της υπό ίδρυση Αρχιτεκτονικής<br />
Σχολής σύμφωνα με το πρότυπο της παρισινής. Η επικράτηση του γερμανικού μοντέλου εκπαίδευσης<br />
αρχιτεκτόνων-μηχανικών φαίνεται ότι βάρυνε στην απόφασή του να υποβάλλει την παραίτησή του<br />
–η οποία δεν έγινε αποδεκτή– ενάμιση χρόνο μετά τον διορισμό του. Ο ίδιος αναφέρεται σε διαφωνία<br />
«προς τον τότε διευθυντήν αείμνηστον Άγγελον Γκίνην, διά το μη δυνατόν της τελείας μορφώσεως των<br />
σπουδαστών εκ του οργανισμού της Σχολής ταύτης».<br />
[10] Βλ. Εθνικόν Μετσόβιον Πολυτεχνείον, Οδηγός Σπουδών εις τας ανωτάτας σχολάς Πολιτικών Μηχανικών,<br />
Μηχανολόγων-Ηλεκτρολόγων, Αρχιτεκτόνων, Χημικών-Μηχανικών, Αγρονόμων-Τοπογράφων<br />
Μηχανικών κατά το εκατοστόν τέταρτον ακαδημαϊκόν έτος 1940-1941 επί πρυτανείας Νικολάου Δ. Κιτσίκη,<br />
Αθήνα, Οκτώβριος 1940.<br />
[11] Πρακτικά Συγκλήτου 1942, Συνεδρία 30/7/ 1942.<br />
Ε Ν Ο Τ Η Τ Α I : Α Π Ο Τ Η Ν Ι Σ Τ Ο Ρ Ι Α Τ Ο Υ Π Ο Λ Υ Τ Ε Χ Ν Ε Ι Ο Υ<br />
93