08.02.2014 Views

χρόνια - Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

χρόνια - Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

χρόνια - Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

αρχιτεκτόνων, ουχί δε υπό πρακτικών μόνον μαϊμάριδων, οίτινες ούτε γραμμής ούτε<br />

συμμετρίας αίσθημα έχουσι». [12] Την πρόοδο αυτή παρατηρεί και ο Friedrich Stauffert,<br />

ο οποίος γράφει ότι με την οικοδόμηση των Ανακτόρων και άλλων δημοσίων, αλλά<br />

και μερικών ιδιωτικών κτηρίων που έγιναν από Γερμανούς αρχιτέκτονες, οι Έλληνες<br />

κτίστες έμαθαν πολλά. Επίσης, παρατηρεί ότι έγινε συνείδηση των ιδιοκτητών η ανάγκη<br />

να κτίζονται στερεότερες οικοδομές και ότι την εποχή που γράφει (1844) υπήρχε<br />

μεγάλη διαφορά με τα κτήρια που κτίζονταν το 1834 και 1835. [13]<br />

Εκεί, όμως, που οι δημόσιες οικοδομές της Αθήνας ξεχωρίζουν, και μάλιστα συχνά<br />

υπερτερούν και αυτών των αντίστοιχων κτηρίων των μεγάλων ευρωπαϊκών πρωτευουσών,<br />

είναι τα υλικά. Η θέση της νέας πρωτεύουσας του ελληνικού κράτους στον<br />

ίδιο χώρο με την αρχαία Αθήνα, επέτρεψε τη χρήση των ίδιων λαμπρών υλικών που<br />

χρησίμευσαν στην ανέγερση των περίφημων μνημείων της αρχαιότητας, με κορυφαίο,<br />

φυσικά, το πεντελικό μάρμαρο. Η αφθονία του έκανε την Αθήνα να διαθέτει,<br />

ίσως, τα περισσότερα μαρμάρινα κτήρια από οποιαδήποτε ευρωπαϊκή μητρόπολη,<br />

πράγμα που προκαλούσε το γενικό θαυμασμό των ξένων περιηγητών. Επιπλέον,<br />

αυτό είναι ένα στοιχείο που πλησιάζει την ελληνική κλασικιστική αρχιτεκτονική στα<br />

αρχαία ελληνικά πρότυπα περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, αφού το μάρμαρο<br />

ήταν το χαρακτηριστικότερο υλικό των μνημειακών ελληνικών και ρωμαϊκών οικοδομημάτων.<br />

Η έλλειψη αυτού του υλικού στη βόρεια Ευρώπη όπου αναβίωσε η κλασική αρχιτεκτονική,<br />

οδήγησε τους αρχιτέκτονες στην αντικατάστασή του με άλλα υλικά, ανάλογα<br />

με τη συγκεκριμένη περιοχή. Όταν, μάλιστα, επρόκειτο για ιδιωτικά κτήρια, όπου<br />

παρατηρείται η εισαγωγή περισσότερων διακοσμητικών στοιχείων (και, επομένως,<br />

η κατασκευή τους από μάρμαρο θα ήταν πολυδάπανη), τα υλικά που χρησιμοποιούνταν<br />

ήταν απομιμήσεις ακριβών δομικών υλικών. Στα δημόσια κτήρια χρησιμοποιούσαν<br />

χυτές τοιχοποιίες ή χοντρούς λαξευτούς κυβόλιθους (quaders) για τη βάση,<br />

ενώ οι υπόλοιπες ορατές επιφάνειες καλύπτονταν με ορθομαρμαρώσεις. [14] Αυτό το<br />

μειονέκτημα των υλικών είχε επισημανθεί από τον Schinkel, ο οποίος αναγνώριζε<br />

τη μείωση της αξίας των έργων «αν συγκρίνουμε αυτά που κρύβουμε ακόμη και<br />

στα επιβλητικά έργα με οφθαλμαπάτες και σοβαντίσματα, αυτά που συχνά ξεχνούμε<br />

στα σχέδια και τα άλλα που γίνονται στην εκτέλεση διαφορετικά απ’ότι πιστεύουμε,<br />

αυτά που αφήνουμε να εξαρτηθούν από την τύχη και το ταλέντο του τεχνίτη και το<br />

χειρότερο απ’όλα τη ζημιά που προξενεί στα έργα η αποτυχία στην κατασκευή των<br />

υλικών». [15]<br />

Στην Αθήνα, αντίθετα, υπό τη σκιά της Πεντέλης, το υλικό θα γίνει πρωταρχικό<br />

στοιχείο του αρχιτεκτονικού έργου. Εδώ η χρήση του μαρμάρου άρχισε σχετικά νωρίς,<br />

μόλις έγινε δυνατή η εξόρυξή του. Αρχικά, όμως, αυτό ήταν πολύ δύσκολο, γιατί<br />

οι δρόμοι που από την αρχαιότητα συνέδεαν τα λατομεία με το άστυ είχαν περιέλθει<br />

σε αχρηστία, με συνέπεια το πεντελικό μάρμαρο να είναι πολύ δύσκολα εξορύξιμο<br />

και, κατά συνέπεια, πανάκριβο. (Ο Ernst Ziller φρόντισε αργότερα για την επιδιόρθωσή<br />

της αρχαίας οδού προς την Πεντέλη, ώστε να μεταφέρει τα αναγκαία μάρμαρα<br />

για την οικοδόμηση της Ακαδημίας). [16] Αυτό ίσχυε για όλα τα αρχαία λατομεία, όπως<br />

πληροφορούμαστε από τον Γάλλο περιηγητή Edmond About, ο οποίος γράφει ότι<br />

στην εποχή του (1854) κανένα από τα τέσσερα λατομεία -Πεντελικού, Πάρου, Αρχιπε-<br />

[12] Κ., “Καθολικόν Πανόραμα των Αθηνών”, Νέα Πανδώρα, Ιαν.1853.<br />

[13] F.Stauffert, “Die Anlage von Athen und der jetzige Zustand der Baukunst in Griechenland”,<br />

Allgemeine Bauzeitung, Ephemeriden, Nr.1, Wien, März 1844, σ.2-8, Nr.2, Wien April 1844, σ.17-25.<br />

[14] Ξ.Σκαρπιά-Χόυπελ, Η μορφολογία του γερμανικού κλασικισμού (1789-1848) και η δημιουργική<br />

αφομοίωσή του από την ελληνική αρχιτεκτονική (1833-1897), Θεσσαλονίκη 1976, σ.29.<br />

[15] ibid, σ.30.<br />

[16] Γ.Λάιος, Σίμων Σίνας, Αθήναι 1972, σ.196.<br />

374 Δ Ι Ο Ν Υ Σ Ι Ο Σ Ρ Ο Υ Μ Π Ι Ε Ν

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!