Create successful ePaper yourself
Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.
ΗΛΙΑΣ ΚΟΛΟΒΟΣ<br />
Οι χέρσες γαίες καταχωρίστηκαν ανά ιδιοκτήτη γης για να φορολογηθούν με βάση<br />
μια εκτίμηση (;) για την παραγωγή τους. Προκύπτει εδώ το ερώτημα τι αντιπροσωπεύουν.<br />
Ίσως θα πρέπει να υποτεθεί ότι πρόκειται για τις «νεκρές» γαίες, καλλιεργούμενης<br />
αγρανάπαυσης. Σε αυτή την περίπτωση η αναλογία μεταξύ καλλιεργούμενων και «νεκρών»<br />
γαιών είναι περίπου 2 1/3:1, αναλογία που φαίνεται ότι είναι πειστική.<br />
Αν αθροίσουμε τα παραπάνω δεδομένα για τα χωράφια, τα αμπέλια και τις χέρσες<br />
γαίες, φτάνουμε σε ένα σύνολο περίπου 15.000 στρεμμάτων για το 1670, που<br />
αντιστοιχεί περίπου στο 4% της συνολικής επιφάνειας της Άνδρου (Θα πρέπει μάλλον<br />
να αυξήσουμε κατά τι αυτό το σύνολο στην εκτίμησή μας, περιλαμβάνοντας και<br />
την έκταση που καταλαμβάνουν και τα δέντρα εκτός των χωραφιών). Συγκριτικά<br />
αναφέρουμε ότι στα 1860, όταν βέβαια ο πληθυσμός ήταν υπερτριπλάσιος, το ποσοστό<br />
της καλλιεργούμενης έκτασης (85.608 στρέμματα) σε σχέση με τη συνολική επιφάνεια<br />
του νησιού ανερχόταν στο 22,53% 31 . Με βάση αυτή τη σύγκριση, η καλλιεργήσιμη<br />
γη φαίνεται ότι ήταν επαρκής στην Άνδρο του 17ου αιώνα. Η δημογραφική<br />
δυναμική, ωστόσο, μάλλον περιόριζε την εκμετάλλευσή της.<br />
γ) Εκτιμώμενη παραγωγή, αποδόσεις και αξία<br />
Τα δεδομένα για την εκτιμώμενη (όχι την πραγματική) παραγωγή στην Άνδρο του<br />
1670, όπως προκύπτουν από την καταγραφή στο κτηματολόγιο των φορολογήσιμων<br />
μεγεθών της, παρουσιάζονται στον Πίνακα 3. Έχουμε υποστηρίξει αλλού ότι τα δεδομένα<br />
αυτά προέκυπταν από ένα σύστημα που ακολούθησαν οι απογραφείς, πιθανώς<br />
με βάση την έκταση των γαιών που καταμετρήθηκαν, σε σχέση με την εκτίμηση<br />
για την παραγωγικότητά τους 32 . Σε κάθε περίπτωση, τα δεδομένα μάς υποδεικνύουν<br />
με μια πρώτη ματιά την κυριαρχία του σμιγού μεταξύ των καλλιεργούμενων δημητριακών,<br />
με το κριθάρι να ακολουθεί και το σιτάρι να έπεται στη συνέχεια. Το γεγονός<br />
αυτό ανταποκρίνεται στη βαθιά δομή της αγροτικής οικονομίας των νησιών και<br />
δεν είχε διαφοροποιηθεί μέχρι και τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Αν επιχειρήσουμε να<br />
υπολογίσουμε τα μεγέθη της εκτιμώμενης παραγωγής στα 1670, μετατρέποντας τα<br />
καυκιά σε χιλιόγραμμα με βάση την αντιστοιχία 1 καυκί 11,5 οκάδες, καταλήγουμε<br />
σε εκτίμηση για την παραγωγή, που περιλαμβάνει περ. 470 τόνους σμιγού, περ.<br />
220 τόνους κριθαριού και περ. 140 τόνους σιταριού (σύνολο: 830 τόνοι). Συγκριτικά,<br />
στα 1860, όταν βέβαια η καλλιεργούμενη έκταση είχε υπερδιπλασιαστεί (25.777<br />
στρέμματα για το σιτάρι, τον σμιγό και το κριθάρι), τα δεδομένα για την παραγωγή<br />
δημητριακών στην Άνδρο ανέρχονταν σε 1.088 τόνους σμιγού, 915 τόνους κριθαριού<br />
και 3 τόνους σιταριού (σύνολο 2.008 τόνοι) 33 . Καθώς στα 1670 το κτηματολόγιο δεν<br />
διαχωρίζει τις γαίες ανά καλλιέργεια του είδους των δημητριακών, δεν μπορούμε να<br />
εκτιμήσουμε τις προσδοκώμενες αποδόσεις, παρά μόνο σε ό,τι αφορά το σύνολο των<br />
δημητριακών ( 77,2 χλγρ. ανά στρέμμα). Εντούτοις για ένα πληθυσμό 6.000 αν-<br />
31 Πετμεζάς, Η ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα, ό.π., 189. Πρβλ. για<br />
τη Σύρο, Βίδρας, ό.π.<br />
32 Kolovos, «Beyond “Classical” Ottoman Defterology», ό.π., 211.<br />
33 Πετμεζάς, Η ελληνική αγροτική οικονομία κατά τον 19ο αιώνα, ό.π., 336, 339, 342.<br />
~ 76 ~