07.05.2013 Views

Diccionario Teológico del Nuevo Testamento - Compendio - Kittel

Diccionario Teológico del Nuevo Testamento - Compendio - Kittel

Diccionario Teológico del Nuevo Testamento - Compendio - Kittel

SHOW MORE
SHOW LESS

Create successful ePaper yourself

Turn your PDF publications into a flip-book with our unique Google optimized e-Paper software.

περισσεύω, ὑπερπερισσεύω, περισσός, ὑπερεκπερισσοῦ,<br />

ὑπερεκπερισσῶς, περισσεία, περίσσευμα 807<br />

περιστερά, τρυγών 809<br />

περιτέμνω, περιτομη, ἀπερίτμητος 810<br />

περίψημα 812<br />

περπερεύομαι 813<br />

πέτρα 813<br />

Πέτρος, Κηφᾶς 814<br />

πηγή 816<br />

πηλός 817<br />

πήρα 817<br />

πικρός, πικρία, πικραίνω, παραπικραίνω,<br />

παραπικρασμός 818<br />

πίμπλημι, ἐμπίμπλημι, πλησμονή 819<br />

πίνω, πόμα, πόσις, ποτόν, πότος, ποτήριον, καταπίνω<br />

ποτίζω 820<br />

πιπράσκω 824<br />

πίπτω, πτῶμα, πτῶσις, ἐκπίπτω, καταπίπτω, παραπίπτω,<br />

παράπτωμα περιπίπτω 825<br />

πιστεύω, πίστις, πιστός, πιστόω, ἀπιστος, ἀπιστέω,<br />

ἀπιστία, ὀλιγόπιστος, ὀλιγοπιστία 827<br />

πλανάω, πλανάομαι, ἀποπλανάω, ἀποπλανάομαι, πλάνη,<br />

πλάνος, πλανήτης, πλάνης 836<br />

πλάσσω, πλάσμα, πλαστός 840<br />

πλεονάζω, ὑπερπλεονάζω 842<br />

πλεονέκτης, πλεονεκτέω, πλεονεξία 843<br />

πλῆθος, πληθύνω 844<br />

πλήρης, πληρόω, πλήρωμα, ἀναπληρόω, ἀνταναπληρόω,<br />

ἐκπληρόω, ἐκπλήρωσις, συμπληρόω, πληροφορέω,<br />

πληροφορία 846<br />

πλησίον 850<br />

πλοῦτος, πλούσιος, πλουτέω, πλουτίζω 851<br />

πνεῦμα, πνευματικός, πνέω, ἐμπνέω, πνοή, ἐκπνέω,<br />

θεόπνευστος 855<br />

πνίγω, ἀποπνίγω, συμπνίγω, πνικτός 873<br />

1083<br />

ποιέω, ποίημα, ποίησις, ποιητής 873<br />

ποικίλος, πολυποίκιλος 879<br />

ποιμήν, ἀρχιποίμην, ποιμαίνω, ποίμνη, ποίμνιον 879<br />

πόλεμος, πολεμέω 882<br />

πόλις, πολίτης, πολιτεύομαι, πολιτεία, πολίτευμα 884<br />

πολλοί 888<br />

πολυλογία 889<br />

πονηρός, πονηρία 890<br />

πορεύομαι, εἰσπορεύομαι, ἐκπορεύομαι 893<br />

πόρνη, πόρνος, πορνεία, πορνεύω, ἐκπορνεύω 895<br />

ποταμός, ποταμορφόρητος, Ἰορδάνης 898<br />

πούς 902<br />

πράσσω, πρᾶγμα, πραγματεία, πραγματεύομαι,<br />

διαπραγματεύομαι, πράκτωρ, πρᾶξις 904<br />

πραυς, πραυτης 907<br />

πρέσβυς, πρεσβύτερος, πρεσβύτης, συμπρεσβύτερος,<br />

πρεσυτέριον, πρεσβεύω 908<br />

πρό 912<br />

πρόβατον, προβάτιον 913<br />

προέχομαι 914<br />

πρόθυμος, προθυμία 915<br />

προιστημι 916<br />

προκοπή, προκόπτω 916<br />

πρός 919<br />

προσδοκάω, προσδοκία 920<br />

προσήλυτος 920<br />

προσκόπτω, πρόσκομμα, προσκοπή, ἀπρόσκοπος 923<br />

προσκυνέω, προσκυνητής 925<br />

πρόσφατος, προσφάτως 927<br />

πρόσωπον, εὐπροσωπέω, προσωπολημψία,<br />

προσωπολήμπτης, προσωπολημπτέω,<br />

ἀπροσωπολήμπτως 927

Hooray! Your file is uploaded and ready to be published.

Saved successfully!

Ooh no, something went wrong!